Κι αυτό δεν λέμε να το «χωνέψουμε» σχεδόν 200 χρόνια τώρα.
Η εθνική υπερηφάνεια και ο παιδικός εγωισμός μας δεν μας αφήνουν πολλές φορές να παραδεχτούμε πόσο πολύτιμη αποδείχτηκε, κατά καιρούς, η βοήθεια τρίτων και άλλες φορές η καθαρή τύχη. Αισθανόμαστε σαν να μειώνεται η συνεισφορά –και πάνω απ’ όλα ο ηρωισμός– των προγόνων μας. Κι αυτό δεν λέμε να το «χωνέψουμε» σχεδόν 200 χρόνια τώρα
Τι πράγμα κι αυτό; Να ζητάμε βοήθεια, κάποιες φορές να παρακαλάμε μάλιστα, να μας τη δίνουν, να χαιρόμαστε, να πανηγυρίζουμε, κι όταν κάποιος τρίτος έρθει να μας πει «ναι, αλλά χωρίς την ξένη βοήθεια πώς θα τα βγάζατε πέρα;» να θυμώνουμε! Διότι μας θίγει την εθνική μας υπερηφάνεια!
Δεν αγωνιστήκαμε εμείς; Δεν ματώσαμε; Δεν υποστήκαμε όσα υποστήκαμε επί αιώνες ολόκληρους μέχρι να ξεσηκωθούμε; Δεν θυσιαστήκαμε ένδοξα; Δεν σφαγιαστήκαμε άδικα; Η απάντηση είναι «Ναι, σε όλα»! Παράλληλα όμως, εκτός από το γενικό, κοιτούσαμε και το προσωπικό μας συμφέρον και «φάγαμε» τα περισσότερα χρήματα από τα δάνεια της Επανάστασης στο να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας, όσο Τούρκοι και Αιγύπτιοι αλώνιζαν στην Πελοπόννησο και τη Στερεά και η Επανάσταση έσβηνε ύστερα από εξίμισι ματωμένα και ηρωικά χρόνια.
Θα μου πείτε: «Οι μόνοι είμαστε; Μόνο εμείς τσακωνόμαστε μεταξύ μας; Μόνο οι δικοί μας κοιτούσαν και την πάρτη τους, ακόμα και εις βάρος του καλού της πατρίδας;». Οχι, σε αυτό δεν παρουσιάζουμε καμία πρωτοτυπία ως έθνος, κι ας νομίζουμε το αντίθετο. Αλλού είναι το θέμα, αν μου επιτρέπετε.
Μη μας πει κανένας ότι «Καλοί είστε, ηρωικά σταθήκατε, αλλά, αν δεν ήταν οι ξένες δυνάμεις, η Επανάσταση θα είχε αποτύχει». Κι αυτό δεν είναι ένα από τα περίφημα και, τις περισσότερες φορές, αυθαίρετα «Αν» της Ιστορίας. Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο.
Τρανό παράδειγμα αποτελεί η Ναυμαχία του Ναυαρίνου.
Η λύση του λεγόμενου «ελληνικού ζητήματος» ήρθε σαν αποτέλεσμα των αντικρουόμενων συμφερόντων Ρωσίας και Μεγάλης Βρετανίας στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Αυτός ήταν άλλωστε κι ο βασικός λόγος που το ελληνικό ζήτημα άργησε τόσο πολύ να διευθετηθεί διπλωματικά.
Η Ρωσία ήθελε την αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ώστε η ίδια να αποκτήσει την πολυπόθητη έξοδο στη Μεσόγειο μέσω των Στενών. Η Μεγάλη Βρετανία, από την άλλη, πρότασσε το δόγμα διατήρησης της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που διαφύλασσε τα εμπορικά και οικονομικά της συμφέροντα και εμπόδιζε ταυτόχρονα την αύξηση της δύναμης της Ρωσίας.
Και καθώς τα χρόνια περνούσαν και η Ελληνική Επανάσταση συνεχιζόταν, οι Ελληνες ζήτησαν κάποια στιγμή την προστασία των Βρετανών, ενώ η Ρωσία άρχισε να πιέζει τους Οθωμανούς προς την ανεύρεση μιας λύσης προς ικανοποίηση των Ελλήνων. Δημιουργήθηκε έτσι ένα είδος «κούρσας» για το ποια από τις δύο δυνάμεις θα αποκτούσε μεγαλύτερη επιρροή στο ελληνικό κρατικό μόρφωμα που θα προέκυπτε, όποια μορφή και όποια έκταση και αν είχε αυτό. Με δυο λόγια, σε ποιον θα αισθάνονταν οι Ελληνες περισσότερο υποχρεωμένοι; Σε ποιον θα όφειλαν «ευχαριστώ»;
Δεκαπέντε μήνες μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης (4/4/1826) ανάμεσα σε Μεγάλη Βρετανία και Ρωσία, με το οποίο αναγνωριζόταν για πρώτη φορά η πολιτική ύπαρξη των Ελλήνων, υπογράφεται η Συνθήκη του Λονδίνου στις 6 Ιουλίου 1827. Αυτή επαναλάμβανε ουσιαστικά όσα έλεγε το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης, αλλά αυτή τη φορά συνυπέγραφε και η Γαλλία.
Προβλεπόταν η δημιουργία αυτόνομου ελληνικού κράτους, φόρου υποτελούς στον Σουλτάνο, δίχως να προσδιορίζεται η εδαφική του έκταση. Αυτό όμως που ήταν καίριας σημασίας ήταν ένα μυστικό «συμπληρωματικό» άρθρο, σύμφωνα με το οποίο εάν οι Ελληνες ή οι Οθωμανοί αρνούνταν να συμμορφωθούν με την ανακωχή που προέβλεπε η εν λόγω Συνθήκη, οι τρείς δυνάμεις διατηρούσαν το δικαίωμα να την επιβάλλουν.
Και αυτό ακριβώς έκαναν. Στις 20 Οκτωβρίου 1827 (ν.η.) οι ναυτικές δυνάμεις Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας, υπό τους Κόδριγκτον, Δεριγνύ και Χέιδεν, με 27 πλοία και 1.324 πυροβόλα καταναυμάχησαν τον τουρκο-αιγυπτιακό στόλο των 89 πλοίων και 2.240 πυροβόλων, δίχως να χάσουν ούτε ένα πλοίο. Η διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος είχε πλέον δρομολογηθεί.
Και κλείνοντας, μιας και στην αρχή αναφερθήκαμε και στον παράγοντα «τύχη», να πούμε ότι στις 10 Απριλίου 1827 πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας είχε γίνει ο Γεώργιος Κάνινγκ. Από τη θέση αυτή επέσπευσε τις διαπραγματεύσεις με Γαλλία και Ρωσία, με αποτέλεσμα να υπογραφεί η Συνθήκη του Λονδίνου μέσα σε λιγότερο από τρεις μήνες, στις αρχές Ιουλίου.
Εναν μήνα και δύο ημέρες αργότερα (8/8/1827) ο Κάνινγκ πέθανε ξαφνικά κι επέστρεψαν στην εξουσία οι Συντηρητικοί, οι οποίοι όμως, παρά τις αντιρρήσεις τους, δεν μπορούσαν να εφαρμόσουν πολιτική που να αντιβαίνει στη Συνθήκη που είχε ήδη υπογραφεί. Αν ο Κάνινγκ είχε πεθάνει ξαφνικά 5 εβδομάδες νωρίτερα, η μοίρα της Επανάστασης πιθανότητα θα ήταν εντελώς διαφορετική.
Τι πράγμα κι αυτό; Να ζητάμε βοήθεια, κάποιες φορές να παρακαλάμε μάλιστα, να μας τη δίνουν, να χαιρόμαστε, να πανηγυρίζουμε, κι όταν κάποιος τρίτος έρθει να μας πει «ναι, αλλά χωρίς την ξένη βοήθεια πώς θα τα βγάζατε πέρα;» να θυμώνουμε! Διότι μας θίγει την εθνική μας υπερηφάνεια!
Δεν αγωνιστήκαμε εμείς; Δεν ματώσαμε; Δεν υποστήκαμε όσα υποστήκαμε επί αιώνες ολόκληρους μέχρι να ξεσηκωθούμε; Δεν θυσιαστήκαμε ένδοξα; Δεν σφαγιαστήκαμε άδικα; Η απάντηση είναι «Ναι, σε όλα»! Παράλληλα όμως, εκτός από το γενικό, κοιτούσαμε και το προσωπικό μας συμφέρον και «φάγαμε» τα περισσότερα χρήματα από τα δάνεια της Επανάστασης στο να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας, όσο Τούρκοι και Αιγύπτιοι αλώνιζαν στην Πελοπόννησο και τη Στερεά και η Επανάσταση έσβηνε ύστερα από εξίμισι ματωμένα και ηρωικά χρόνια.
Θα μου πείτε: «Οι μόνοι είμαστε; Μόνο εμείς τσακωνόμαστε μεταξύ μας; Μόνο οι δικοί μας κοιτούσαν και την πάρτη τους, ακόμα και εις βάρος του καλού της πατρίδας;». Οχι, σε αυτό δεν παρουσιάζουμε καμία πρωτοτυπία ως έθνος, κι ας νομίζουμε το αντίθετο. Αλλού είναι το θέμα, αν μου επιτρέπετε.
Μη μας πει κανένας ότι «Καλοί είστε, ηρωικά σταθήκατε, αλλά, αν δεν ήταν οι ξένες δυνάμεις, η Επανάσταση θα είχε αποτύχει». Κι αυτό δεν είναι ένα από τα περίφημα και, τις περισσότερες φορές, αυθαίρετα «Αν» της Ιστορίας. Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο.
Τρανό παράδειγμα αποτελεί η Ναυμαχία του Ναυαρίνου.
Η λύση του λεγόμενου «ελληνικού ζητήματος» ήρθε σαν αποτέλεσμα των αντικρουόμενων συμφερόντων Ρωσίας και Μεγάλης Βρετανίας στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Αυτός ήταν άλλωστε κι ο βασικός λόγος που το ελληνικό ζήτημα άργησε τόσο πολύ να διευθετηθεί διπλωματικά.
Η Ρωσία ήθελε την αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ώστε η ίδια να αποκτήσει την πολυπόθητη έξοδο στη Μεσόγειο μέσω των Στενών. Η Μεγάλη Βρετανία, από την άλλη, πρότασσε το δόγμα διατήρησης της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που διαφύλασσε τα εμπορικά και οικονομικά της συμφέροντα και εμπόδιζε ταυτόχρονα την αύξηση της δύναμης της Ρωσίας.
Και καθώς τα χρόνια περνούσαν και η Ελληνική Επανάσταση συνεχιζόταν, οι Ελληνες ζήτησαν κάποια στιγμή την προστασία των Βρετανών, ενώ η Ρωσία άρχισε να πιέζει τους Οθωμανούς προς την ανεύρεση μιας λύσης προς ικανοποίηση των Ελλήνων. Δημιουργήθηκε έτσι ένα είδος «κούρσας» για το ποια από τις δύο δυνάμεις θα αποκτούσε μεγαλύτερη επιρροή στο ελληνικό κρατικό μόρφωμα που θα προέκυπτε, όποια μορφή και όποια έκταση και αν είχε αυτό. Με δυο λόγια, σε ποιον θα αισθάνονταν οι Ελληνες περισσότερο υποχρεωμένοι; Σε ποιον θα όφειλαν «ευχαριστώ»;
Δεκαπέντε μήνες μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης (4/4/1826) ανάμεσα σε Μεγάλη Βρετανία και Ρωσία, με το οποίο αναγνωριζόταν για πρώτη φορά η πολιτική ύπαρξη των Ελλήνων, υπογράφεται η Συνθήκη του Λονδίνου στις 6 Ιουλίου 1827. Αυτή επαναλάμβανε ουσιαστικά όσα έλεγε το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης, αλλά αυτή τη φορά συνυπέγραφε και η Γαλλία.
Προβλεπόταν η δημιουργία αυτόνομου ελληνικού κράτους, φόρου υποτελούς στον Σουλτάνο, δίχως να προσδιορίζεται η εδαφική του έκταση. Αυτό όμως που ήταν καίριας σημασίας ήταν ένα μυστικό «συμπληρωματικό» άρθρο, σύμφωνα με το οποίο εάν οι Ελληνες ή οι Οθωμανοί αρνούνταν να συμμορφωθούν με την ανακωχή που προέβλεπε η εν λόγω Συνθήκη, οι τρείς δυνάμεις διατηρούσαν το δικαίωμα να την επιβάλλουν.
Και αυτό ακριβώς έκαναν. Στις 20 Οκτωβρίου 1827 (ν.η.) οι ναυτικές δυνάμεις Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας, υπό τους Κόδριγκτον, Δεριγνύ και Χέιδεν, με 27 πλοία και 1.324 πυροβόλα καταναυμάχησαν τον τουρκο-αιγυπτιακό στόλο των 89 πλοίων και 2.240 πυροβόλων, δίχως να χάσουν ούτε ένα πλοίο. Η διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος είχε πλέον δρομολογηθεί.
Και κλείνοντας, μιας και στην αρχή αναφερθήκαμε και στον παράγοντα «τύχη», να πούμε ότι στις 10 Απριλίου 1827 πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας είχε γίνει ο Γεώργιος Κάνινγκ. Από τη θέση αυτή επέσπευσε τις διαπραγματεύσεις με Γαλλία και Ρωσία, με αποτέλεσμα να υπογραφεί η Συνθήκη του Λονδίνου μέσα σε λιγότερο από τρεις μήνες, στις αρχές Ιουλίου.
Εναν μήνα και δύο ημέρες αργότερα (8/8/1827) ο Κάνινγκ πέθανε ξαφνικά κι επέστρεψαν στην εξουσία οι Συντηρητικοί, οι οποίοι όμως, παρά τις αντιρρήσεις τους, δεν μπορούσαν να εφαρμόσουν πολιτική που να αντιβαίνει στη Συνθήκη που είχε ήδη υπογραφεί. Αν ο Κάνινγκ είχε πεθάνει ξαφνικά 5 εβδομάδες νωρίτερα, η μοίρα της Επανάστασης πιθανότητα θα ήταν εντελώς διαφορετική.
Ελένη Λετώνη
protagon


Απλά μας ενδιαφέρει να ακούγονται όλες οι απόψεις χωρίς λογοκρισία.
Τα Μπουλούκια
Η παρούσα αρθρογραφία έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης οφείλει να διασταυρώνει τις πληροφορίες για θέματα που τον ενδιαφέρουν. Τα κείμενα βασίζονται σε υλικό από Ελληνικές και ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, οι οποίες αναφέρονται στο μέτρο του δυνατού. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.