Περαστικά σου…
Ίσως να γελάς με τον τίτλο. Ίσως πάλι να είσαι από εκείνες τις παθούσες, που αναγκάστηκαν να παραγνωριστούν με το νεροχύτη τους και ξέρεις. Καταλαβαίνεις. Πονάς κι εσύ.
Παντρέψου και παντρέψου σου έλεγαν. Να βρεις ένα καλό παιδί, να κάνεις οικογένεια. Κι είπες και το έκανες το μεγάλο βήμα. Το πέρασες το κατώφλι της συμβίωσης και την είδες τη γλύκα.
Από εκεί και πέρα άρχισε Γολγοθάς. Δουλειές του σπιτιού τις λένε κι εσύ δεν είχες ιδέα για το τι σε περίμενε. Βλέπεις, δεν είχες μπει ποτέ στη διαδικασία να δεις τι χάος επικρατούσε στο νεροχύτη της αγαπημένης σου μανούλας κάθε φορά που εσύ ζητούσες το αγαπημένο σου κέικ σοκολάτας, πατάτες με αυγά, μουσακά κι ό,τι άλλο σου έκανε όρεξη.
Το μπάνιο το έβρισκες πάντα καθαρό, το κρεβάτι σου με καθαρά σεντόνια και φυσικά τα ρούχα σου πλυμένα και σιδερωμένα, έτοιμα να τα φορέσεις. Μόνο που η μανούλα πια μένει σπίτι της, το πρώην δικό σου κι εσύ κοιτάς γύρω σου πελαγωμένη τις δουλειές που έχεις να κάνεις. Κι είναι πολλές οι ρουφιάνες κι ατέλειωτες.
Ο νεροχύτης δεν αδειάζει ποτέ. Το πάτωμα ολοένα λερώνεται, το μπάνιο θέλει συνέχεια φροντίδα κι όσον αφορά τα ρούχα, πλύσιμο και σιδέρωμα απλά δεν παλεύονται. Τόσα έκανε κι η μαμά σου; Κι εσύ πού ήσουν και δεν τα είχες πάρει χαμπάρι;
Τη μνημονεύεις ως αγία και σηκώνεις τα μανίκια. Δε θα καλλιεργήσεις καινούρια είδη μανιταριών εσύ στο σπίτι, θα το καθαρίσεις κι ας σωριαστείς μετά στον καναπέ. Θα έχεις πάει υπέρ τάξεως και νοικοκυριού. Ενός νοικοκυριού που δεν είχες ιδέα πόσο ζόρικο μπορεί να αποδειχθεί. Όσο για το σύντροφο της ζωής σου; Καλά είναι, απλά δεν προλαβαίνει να βοηθήσει. Τον μεν πνεύμα πρόθυμο, αλλά ο χρόνος πολύτιμος. Λες κι ο δικός σου χρόνος δεν είναι πολύτιμος. Αλλά από το να σπαταλήσεις την ενέργειά σου σε καυγάδες, κάνεις τις δουλειές.
Άπειρα πλυντήρια, φασίνες, ξεσκονόπανα και ξεσκονιστήρια. Μη μιλήσεις και για το μαγείρεμα. Τελικά άλλο η θεωρία κι άλλο η πράξη. Κι εκείνος ο νόστιμος μουσακάς αλά μαμά, μόνο σε τάπερ είναι γραφτό να μπει στο σπίτι. Από το φούρνο δύσκολο να ξεπροβάλλει. Αλλά πάει στο καλό και το μαγείρεμα. Το χειρότερό σου είναι ο νεροχύτης. Κι έρχεσαι και θυμάσαι το πόσο δίκιο είχε ο αδερφός σου ως φοιτητής σε ξένη πόλη, που στερέωνε το μπισκότο στο στόμιο του μπουκαλιού με το γάλα κι έπαιρνε το πρωινό του έτσι στα όρθια πάνω από το νεροχύτη, δίχως κούπες, δίχως πιάτα και ψίχουλα…
Αλλά εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα τέτοιο… Εσύ απλά πλένεις. Και πλένεις… Και σου θυμίζεις τη διαφήμιση που στη Βιλαρίμπα ακόμη τρίβουν. Κι αναρωτιέσαι τι διάολο τύχη είναι αυτή που κουβαλάς. Και μια και περνάς ώρες κι ώρες στο νεροχύτη, τον βαφτίζεις κιόλας να έχετε κάτι να λέτε. Είναι άλλωστε ο παράνομος δεσμός σου. Τον αξεκόλλητο έχεις από εκεί. Γι’αυτό κι εσύ τον ονόμασες Βαγγέλη. Ωραίος ο Βαγγέλης όταν είναι καθαρός κι άδειος. Όταν πάλι γεμίζει, δεν παλεύεται με τίποτα. Αλλά πες πες, τρίψε τρίψε, τον συνήθισες…
Αλλά όσο κι αν συνηθίζεις, ζεις για τη μέρα που θα χρειαστεί να ξανασυστηθείτε. Που θα έχει υπάρξει απόσταση μεταξύ σας. Αλλά δεν το βλέπεις να γίνεται. Κι εκείνη τη στιγμή θυμάσαι το πονηρό γελάκι της μάνας σου όταν την αποχαιρέτισες για να πας στο δικό σου σπίτι. Εκείνη ήξερε, γι’αυτό γελούσε. Γελούσες κι εσύ μαζί της αλλά εσύ δεν ήξερες.
Όταν έμαθες κανένα γέλιο δε σου ήρθε.
Μόνο μυρωδιά χλωρίνης και καθαριστικού χαλιών.
Περαστικά σου…
Παντρέψου και παντρέψου σου έλεγαν. Να βρεις ένα καλό παιδί, να κάνεις οικογένεια. Κι είπες και το έκανες το μεγάλο βήμα. Το πέρασες το κατώφλι της συμβίωσης και την είδες τη γλύκα.
Από εκεί και πέρα άρχισε Γολγοθάς. Δουλειές του σπιτιού τις λένε κι εσύ δεν είχες ιδέα για το τι σε περίμενε. Βλέπεις, δεν είχες μπει ποτέ στη διαδικασία να δεις τι χάος επικρατούσε στο νεροχύτη της αγαπημένης σου μανούλας κάθε φορά που εσύ ζητούσες το αγαπημένο σου κέικ σοκολάτας, πατάτες με αυγά, μουσακά κι ό,τι άλλο σου έκανε όρεξη.
Το μπάνιο το έβρισκες πάντα καθαρό, το κρεβάτι σου με καθαρά σεντόνια και φυσικά τα ρούχα σου πλυμένα και σιδερωμένα, έτοιμα να τα φορέσεις. Μόνο που η μανούλα πια μένει σπίτι της, το πρώην δικό σου κι εσύ κοιτάς γύρω σου πελαγωμένη τις δουλειές που έχεις να κάνεις. Κι είναι πολλές οι ρουφιάνες κι ατέλειωτες.
Ο νεροχύτης δεν αδειάζει ποτέ. Το πάτωμα ολοένα λερώνεται, το μπάνιο θέλει συνέχεια φροντίδα κι όσον αφορά τα ρούχα, πλύσιμο και σιδέρωμα απλά δεν παλεύονται. Τόσα έκανε κι η μαμά σου; Κι εσύ πού ήσουν και δεν τα είχες πάρει χαμπάρι;
Τη μνημονεύεις ως αγία και σηκώνεις τα μανίκια. Δε θα καλλιεργήσεις καινούρια είδη μανιταριών εσύ στο σπίτι, θα το καθαρίσεις κι ας σωριαστείς μετά στον καναπέ. Θα έχεις πάει υπέρ τάξεως και νοικοκυριού. Ενός νοικοκυριού που δεν είχες ιδέα πόσο ζόρικο μπορεί να αποδειχθεί. Όσο για το σύντροφο της ζωής σου; Καλά είναι, απλά δεν προλαβαίνει να βοηθήσει. Τον μεν πνεύμα πρόθυμο, αλλά ο χρόνος πολύτιμος. Λες κι ο δικός σου χρόνος δεν είναι πολύτιμος. Αλλά από το να σπαταλήσεις την ενέργειά σου σε καυγάδες, κάνεις τις δουλειές.
Άπειρα πλυντήρια, φασίνες, ξεσκονόπανα και ξεσκονιστήρια. Μη μιλήσεις και για το μαγείρεμα. Τελικά άλλο η θεωρία κι άλλο η πράξη. Κι εκείνος ο νόστιμος μουσακάς αλά μαμά, μόνο σε τάπερ είναι γραφτό να μπει στο σπίτι. Από το φούρνο δύσκολο να ξεπροβάλλει. Αλλά πάει στο καλό και το μαγείρεμα. Το χειρότερό σου είναι ο νεροχύτης. Κι έρχεσαι και θυμάσαι το πόσο δίκιο είχε ο αδερφός σου ως φοιτητής σε ξένη πόλη, που στερέωνε το μπισκότο στο στόμιο του μπουκαλιού με το γάλα κι έπαιρνε το πρωινό του έτσι στα όρθια πάνω από το νεροχύτη, δίχως κούπες, δίχως πιάτα και ψίχουλα…
Αλλά εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα τέτοιο… Εσύ απλά πλένεις. Και πλένεις… Και σου θυμίζεις τη διαφήμιση που στη Βιλαρίμπα ακόμη τρίβουν. Κι αναρωτιέσαι τι διάολο τύχη είναι αυτή που κουβαλάς. Και μια και περνάς ώρες κι ώρες στο νεροχύτη, τον βαφτίζεις κιόλας να έχετε κάτι να λέτε. Είναι άλλωστε ο παράνομος δεσμός σου. Τον αξεκόλλητο έχεις από εκεί. Γι’αυτό κι εσύ τον ονόμασες Βαγγέλη. Ωραίος ο Βαγγέλης όταν είναι καθαρός κι άδειος. Όταν πάλι γεμίζει, δεν παλεύεται με τίποτα. Αλλά πες πες, τρίψε τρίψε, τον συνήθισες…
Αλλά όσο κι αν συνηθίζεις, ζεις για τη μέρα που θα χρειαστεί να ξανασυστηθείτε. Που θα έχει υπάρξει απόσταση μεταξύ σας. Αλλά δεν το βλέπεις να γίνεται. Κι εκείνη τη στιγμή θυμάσαι το πονηρό γελάκι της μάνας σου όταν την αποχαιρέτισες για να πας στο δικό σου σπίτι. Εκείνη ήξερε, γι’αυτό γελούσε. Γελούσες κι εσύ μαζί της αλλά εσύ δεν ήξερες.
Όταν έμαθες κανένα γέλιο δε σου ήρθε.
Μόνο μυρωδιά χλωρίνης και καθαριστικού χαλιών.
Περαστικά σου…
Της Στεύης Τσούτση
diaforetiko
Απλά μας ενδιαφέρει να ακούγονται όλες οι απόψεις χωρίς λογοκρισία.
Τα Μπουλούκια
Η παρούσα αρθρογραφία έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης οφείλει να διασταυρώνει τις πληροφορίες για θέματα που τον ενδιαφέρουν. Τα κείμενα βασίζονται σε υλικό από Ελληνικές και ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, οι οποίες αναφέρονται στο μέτρο του δυνατού. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.