ΚΑΛΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ,
Ε ρε παιδί μου να όυμε… Μετά τον στολισμό του Χριστουγενιάτικου δέντρου ξεκίνησε και ο δικός μου στολισμός.
«Άχρηστε! Ανεπρόκοπε!», ξεκίνησαν τα 12 Ευαγγέλια τς κυρά Ευαθαλίας να όυμε. Ακόμα δε σηκωθήκαμε από το κρεβάτι να όυμε, να πιούμε ένα καφέ ακι αν ανοίξει το μάτι μας να ‘ούμε.
«Τι ‘ναι πάλι ρε γυναίκα…» τη λέω «Τι έπαθες;»
«Τι να ‘πάθω; Να με πας ρεβεγιόν ρε αλήτη. Παραμονή Πρωτοχρονιάς έρχεται. Πάλι μέσα θα κάτσουμε; Αρρώστησα…”
“Μα δε κάναμε ρεβεγιόν Χριστουγέννων βρε καλή μου να όυμε; Θες και Πρωτοχρονιάς…;»
Έκανε πάυση η κυρά Ευθαλία και με κοίταξε με το βλέμα του «δολοφόνου Νίντζα» να όυμε.
«Τι είπες ρε τελειωμένε…; Μεσήλικα! Ρεβεγιόν ήταν αυτό ρε…; Που με τα σκατά που μας έφερες και μας τάισες από το Βουλγάρικο το σουπερ μάρκετ, ξερνοβολάγανε και χέζοντουσαν απάνω τους όλα μου τ’ αδέρφια; Θα σε πατήσω κάτω ρε έτσι και το ξανα πεις. Θα σε πατήσω κάτω! Θα με πας μάλιστα και διπλό ρεβεγιόν! Και σε σπίτι… Αλλά αυτή τη φορά σε δικό σου συγγενή ρε αλήτη… Αλλά και σε κέντρο…»
«Τι κέντρο ρε μανούλα μου να ‘όυμε;»
«Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ρε άχρηστε και τελειωμένε… Τι κέντρο ρε χλεχλέ; Νυχτερινό ρε ηλίθιε! Νυχτερινό κέντρο. Μεγάλη πίστα όπως Ρέμο, Φουρέιρα, Οικονομόπουλο. Τέτοιο ρε… Να νοιώσουμε «ρεβεγιόνι» και εμείς ρε.»
«Και που να βρω συγγενή να κάνει ρεβεγιόν ρε κοριτσάρα μου να όυμε. Αφού δε μας καλάει και κανείς να όυμε… Που θα βρω εγώ τώρα συγγενή…»
«Να βρεις ρε ξεφτιλισμένε… να βρεις και να αυτο-καλεστείς… Για να πληρώσεις για όλα όσα έκανες στα αδέρφια μου…»
Ρε που μπλέξαμε να όυμε. Χειρότερο έγινε από τα Χριστούγεννα να όυμε. Εκεί τουλάχιστον κάπως καθάρισα με το Βούλγαρο. Εδώ μανούλα μου… Που να καθαρίσω με δύο ρεβεγιόν σε ένα βράδυ να όυμε;
Άρχισα κι εγώ να παίρνω τηλέφωνα… Πήρα τα αδέρφια μου… Πήρα και «τον Πουλόπουλο»…
«Μάθαμε τι έκανες στα αδέρφια της γυναίκας σου με τα Βουλγάρικα τα σούπερ μάρκετ. Ουστ απο ‘δω που θα σε ταίσουμε και για ρεβεγιόν. Μίζερε, κακομοίρογλου, φραγκοφονιά!» μου είπαν να ‘όυμε.
Με αυτά και αυτά… Βρήκα για «ρεβεγιό στο σπίτι» μια δεύτερη ξαδέρφη της μάνας μου να ‘όυμε. Την Μαριγούλα από τα Βλυζιανά να ‘όυμε.
Της εξήγησα το δράμα μου να ‘όυμε… Ε… και είπε να με εξυπηρετήσει…
«Μόνο μανουλά μ’… Δε θα έχω και πουλούς καλισμένους…» μου λέει… «Μόνου ιγού κι ου γέρους ου θειός σου ου Ανέστης θα ίμαστι… Θα βάλου κι ένα κατσικάκ στου φούρνου… Ιεεε κι λίγου τραχανά απ΄του χουριό… Ε θα την πέρασου μ’… Θα παίξιτι κι λίγου κουλιτσίνα με το θειό σου… Θα περάσει η ώρα…»
Πήγαμε εκεί… Πέντε άτομα με τα παιδιά να ‘όυμε… Σε ένα δυάρι στα Λιόσια… Φρίκαρε η κυρά Ευθαλία να ‘όυμε… Με το που περάσαμε το κατόφλι και είδε την θεια με τη ρόμπα και τον θείο Ανέστη με μαύρη κάλτσα «ΠΟΥΡΝΑΡΑ» και παντόφλα να ‘όυμε… σκύβει και μου λέει να ‘ούμε…
«Θα σε στραγγαλίσω με τα ίδια μου τα χέρια ρε πούστη. Με έφερες εδώ, με τα παιδιά μου, στους γεράκους να τους φάμε το φαγητό…’ Αθλιε!»
Τι να έλεγα να ‘όυμε; Καθίσαμε εκεί… Δεν είχε και τόσα σερβίτσια να ‘όυμε… Τα δύο παιδιά τρώγανε τραχανα από το ίδιο πιάτο. Και το κατσίκι δεν έμεινε ούτε για δείγμα να ‘όυμε.
Ξεκίνησε την κλάψα για τα επιδόματα «η θειά»… Ξεκίνησε την κλάψα για την κρίση η κυρά Ευθαλία. Ξεκίνησαν την γκρίνια και τα παιδιά να ‘όυμε ότι νυστάζουν κτλπ… Λες και είμασταν σε μνημόσυνο Πρωτοχρωνιάτικα.
Και ξάφνου ο θείος ο Ανέστης κάνει την κέντα να ‘ούμε.
«Να σι πέξου μία κολιτσίνα ρε ζαγάρ’ να σε σκίσου. Προυτοχρουνιά ίνι»
«Τι να μας πει ο κωλό-γερας» σκέφτηκα… «Θα του τα φάω, θα βγάλω και το ρεβεγιόν μετά…»
Έλα που ο σκατό-γερος έπαιζε χαρτιά όλη μέρα να ‘όυμε και ήταν φοβερός να ‘ούμε. Ευτυχώς οι άλλοι ήταν μέσα και μιλάγανε και δεν κατάλαβαν πως ο «μπαστουνόβλαχος» μου έφαγε 200 ευρώ σε μία ώρα να ‘ούμε… Και ήταν τα λεφτά για το ρεβεγιόν… Ε ρε φούστη λέω… Τώρα τι κάνουμε; Ευτυχώς είχα γεμάτο το ρεζερβουάρ της βενζίνης.
Ευχαριστούμε τους γέρους, πάμε «παρκάρουμε» τα παιδιά σε μια γειτόνισα και πάμε τώρα για το «12ο πάθος του Ιησού». Το ρεβεγιόν έξω! Γιατί η κωλάρα της κυρα Ευθαλίας ήθελε και έξω να ‘όυμε.
«Λοιπόν…; Μετά από το Ρεβεγιόν στην «καλύβα των γέρων» που θα με πάς έξω να με γλεντήσεις; Έκλεισες Ρέμο ή Θοδωρίδου;»
«Κάτι καλύτερο μωρό μου να ‘ούμε; Θα σε πάω να ‘όυμε… Να πως το άκουσα στο ραδιόφωνο να ‘όυμε που το λέγανε να ‘όυμε… «Ε μπλα φρομ δε παστ» (ενν. «a blast from the past»)
«Το ποιο;» είπε η κυρα Ευθαλία!
«Κάτσε κάτσε μαναρα μ’… Και θα δεις… Ένα όνομα σου λέω μόνο… Γιώργος…»
«ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ! Αχ αγάπη μου θα με πας στον Θεοφάνους; Άντρακλα μου εσύ..»
«Ποιος Θεοφάνους μωρό μου… Θα σε πάω στον Γιώργο…»
«ΜΑΖΩΝΑΚΗ! Αχ άντρα μου αντρούλη μου ακόμα καλύτερα…»
«Ποιος Μαζωνάκης μωρή κύρα Ευθαλία… Εδώ σου μιλάω για Γιώργο Μπουλουγουρά!»
Συννέφιασε η κυρά Ευθαλία…
«Τι είπες ΡΕ ΞΕΦΤΙΛΑ; Θα τη βγάλεις με Μπουλουγουρά νομίζεις;» και με αρχίζει πάλι στα καντήλια…
«Περίμενε καλή μου να δεις να ‘όυμε… περίμενε να δεις και μετά κρίνεις…»
«Τι να κρίνω ρε μουρόχαβλε τι να κρίνω… Λες και χαθήκαν τα μπουζούκια στην Αθήνα ρε… Μπουλουγουρά ρε δεν θα πήγαινα ούτε όταν ήταν στα καλά του ρε μαλάκα και θα με πας τώρα…;»
Πήγαμε εκεί και μας βάζουν σε ένα τραπέζι δίπλα στην τουαλέτα να ‘ούμε. Μην ξεχνάτε, εγώ είχα μείνει ταπί. Δεν ήξερα με τι να πληρώσω να ‘ούμε…
Με το που πάω εκεί, πάω στον «αρχι μέτρ» και του κάνω ξήγα, μέσα στην κουζίνα. Και ανοιγόκλεινε και η πόρτα και έβλεπα και την κυρά Ευθαλία να κατεβάζει τα ουίσκια μπόμπα σα νερό να ‘ούμε.
Του τα είπα όλα, για τον Βούλγαρο, τη θεια τη Μαριγούλα, την κολιτσίνα με το γέρο κτλπ… Και του είπα να έρθω αύριο ανήμερα Πρωτοχρονιάς και μεθαύριο να κάνω κα΄να μεροκάματο γκαρσόνι να ξεπληρώσω…
Μου πήρε ενέχυρο το ρολόι. Βγήκε κι ο Μπουλουγουράς και είπε μόνο δυο τραγούδια και μετά βλέπαμε κάτι τελειωμένα χορευτικά μπαλέτα να ‘ούμε και μία Γιώτα Πούπα και ένα Τάκη Μπιρμπίλη.
Το μόνο καλό ότι ή κύρα Ευθαλία έγινε ντίρλα και κοιμήθηκε μέσα στο αμάξι. Και καλά όταν φεύγαμε από το κέντρο με βοήθησαν κάτι παιδιά και την κουβαλήσαμε μέχρι τ’ αμάξι να ‘ούμε.
Όταν φτάσαμε σπίτι όμως, που να την κουβαλήσω μέχρι τον τέταρτο να ‘ούμε;
Ε την άφησα κι εγώ να κοιμηθεί μέσα στο αμάξι να ‘ούμε…
Τα υπόλοιπα το πρωί τα ξέρουτε να ‘ούμε. ΚΑΛΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
«Άχρηστε! Ανεπρόκοπε!», ξεκίνησαν τα 12 Ευαγγέλια τς κυρά Ευαθαλίας να όυμε. Ακόμα δε σηκωθήκαμε από το κρεβάτι να όυμε, να πιούμε ένα καφέ ακι αν ανοίξει το μάτι μας να ‘ούμε.
«Τι ‘ναι πάλι ρε γυναίκα…» τη λέω «Τι έπαθες;»
«Τι να ‘πάθω; Να με πας ρεβεγιόν ρε αλήτη. Παραμονή Πρωτοχρονιάς έρχεται. Πάλι μέσα θα κάτσουμε; Αρρώστησα…”
“Μα δε κάναμε ρεβεγιόν Χριστουγέννων βρε καλή μου να όυμε; Θες και Πρωτοχρονιάς…;»
Έκανε πάυση η κυρά Ευθαλία και με κοίταξε με το βλέμα του «δολοφόνου Νίντζα» να όυμε.
«Τι είπες ρε τελειωμένε…; Μεσήλικα! Ρεβεγιόν ήταν αυτό ρε…; Που με τα σκατά που μας έφερες και μας τάισες από το Βουλγάρικο το σουπερ μάρκετ, ξερνοβολάγανε και χέζοντουσαν απάνω τους όλα μου τ’ αδέρφια; Θα σε πατήσω κάτω ρε έτσι και το ξανα πεις. Θα σε πατήσω κάτω! Θα με πας μάλιστα και διπλό ρεβεγιόν! Και σε σπίτι… Αλλά αυτή τη φορά σε δικό σου συγγενή ρε αλήτη… Αλλά και σε κέντρο…»
«Τι κέντρο ρε μανούλα μου να ‘όυμε;»
«Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ρε άχρηστε και τελειωμένε… Τι κέντρο ρε χλεχλέ; Νυχτερινό ρε ηλίθιε! Νυχτερινό κέντρο. Μεγάλη πίστα όπως Ρέμο, Φουρέιρα, Οικονομόπουλο. Τέτοιο ρε… Να νοιώσουμε «ρεβεγιόνι» και εμείς ρε.»
«Και που να βρω συγγενή να κάνει ρεβεγιόν ρε κοριτσάρα μου να όυμε. Αφού δε μας καλάει και κανείς να όυμε… Που θα βρω εγώ τώρα συγγενή…»
«Να βρεις ρε ξεφτιλισμένε… να βρεις και να αυτο-καλεστείς… Για να πληρώσεις για όλα όσα έκανες στα αδέρφια μου…»
Ρε που μπλέξαμε να όυμε. Χειρότερο έγινε από τα Χριστούγεννα να όυμε. Εκεί τουλάχιστον κάπως καθάρισα με το Βούλγαρο. Εδώ μανούλα μου… Που να καθαρίσω με δύο ρεβεγιόν σε ένα βράδυ να όυμε;
Άρχισα κι εγώ να παίρνω τηλέφωνα… Πήρα τα αδέρφια μου… Πήρα και «τον Πουλόπουλο»…
«Μάθαμε τι έκανες στα αδέρφια της γυναίκας σου με τα Βουλγάρικα τα σούπερ μάρκετ. Ουστ απο ‘δω που θα σε ταίσουμε και για ρεβεγιόν. Μίζερε, κακομοίρογλου, φραγκοφονιά!» μου είπαν να ‘όυμε.
Με αυτά και αυτά… Βρήκα για «ρεβεγιό στο σπίτι» μια δεύτερη ξαδέρφη της μάνας μου να ‘όυμε. Την Μαριγούλα από τα Βλυζιανά να ‘όυμε.
Της εξήγησα το δράμα μου να ‘όυμε… Ε… και είπε να με εξυπηρετήσει…
«Μόνο μανουλά μ’… Δε θα έχω και πουλούς καλισμένους…» μου λέει… «Μόνου ιγού κι ου γέρους ου θειός σου ου Ανέστης θα ίμαστι… Θα βάλου κι ένα κατσικάκ στου φούρνου… Ιεεε κι λίγου τραχανά απ΄του χουριό… Ε θα την πέρασου μ’… Θα παίξιτι κι λίγου κουλιτσίνα με το θειό σου… Θα περάσει η ώρα…»
Πήγαμε εκεί… Πέντε άτομα με τα παιδιά να ‘όυμε… Σε ένα δυάρι στα Λιόσια… Φρίκαρε η κυρά Ευθαλία να ‘όυμε… Με το που περάσαμε το κατόφλι και είδε την θεια με τη ρόμπα και τον θείο Ανέστη με μαύρη κάλτσα «ΠΟΥΡΝΑΡΑ» και παντόφλα να ‘όυμε… σκύβει και μου λέει να ‘ούμε…
«Θα σε στραγγαλίσω με τα ίδια μου τα χέρια ρε πούστη. Με έφερες εδώ, με τα παιδιά μου, στους γεράκους να τους φάμε το φαγητό…’ Αθλιε!»
Τι να έλεγα να ‘όυμε; Καθίσαμε εκεί… Δεν είχε και τόσα σερβίτσια να ‘όυμε… Τα δύο παιδιά τρώγανε τραχανα από το ίδιο πιάτο. Και το κατσίκι δεν έμεινε ούτε για δείγμα να ‘όυμε.
Ξεκίνησε την κλάψα για τα επιδόματα «η θειά»… Ξεκίνησε την κλάψα για την κρίση η κυρά Ευθαλία. Ξεκίνησαν την γκρίνια και τα παιδιά να ‘όυμε ότι νυστάζουν κτλπ… Λες και είμασταν σε μνημόσυνο Πρωτοχρωνιάτικα.
Και ξάφνου ο θείος ο Ανέστης κάνει την κέντα να ‘ούμε.
«Να σι πέξου μία κολιτσίνα ρε ζαγάρ’ να σε σκίσου. Προυτοχρουνιά ίνι»
«Τι να μας πει ο κωλό-γερας» σκέφτηκα… «Θα του τα φάω, θα βγάλω και το ρεβεγιόν μετά…»
Έλα που ο σκατό-γερος έπαιζε χαρτιά όλη μέρα να ‘όυμε και ήταν φοβερός να ‘ούμε. Ευτυχώς οι άλλοι ήταν μέσα και μιλάγανε και δεν κατάλαβαν πως ο «μπαστουνόβλαχος» μου έφαγε 200 ευρώ σε μία ώρα να ‘ούμε… Και ήταν τα λεφτά για το ρεβεγιόν… Ε ρε φούστη λέω… Τώρα τι κάνουμε; Ευτυχώς είχα γεμάτο το ρεζερβουάρ της βενζίνης.
Ευχαριστούμε τους γέρους, πάμε «παρκάρουμε» τα παιδιά σε μια γειτόνισα και πάμε τώρα για το «12ο πάθος του Ιησού». Το ρεβεγιόν έξω! Γιατί η κωλάρα της κυρα Ευθαλίας ήθελε και έξω να ‘όυμε.
«Λοιπόν…; Μετά από το Ρεβεγιόν στην «καλύβα των γέρων» που θα με πάς έξω να με γλεντήσεις; Έκλεισες Ρέμο ή Θοδωρίδου;»
«Κάτι καλύτερο μωρό μου να ‘ούμε; Θα σε πάω να ‘όυμε… Να πως το άκουσα στο ραδιόφωνο να ‘όυμε που το λέγανε να ‘όυμε… «Ε μπλα φρομ δε παστ» (ενν. «a blast from the past»)
«Το ποιο;» είπε η κυρα Ευθαλία!
«Κάτσε κάτσε μαναρα μ’… Και θα δεις… Ένα όνομα σου λέω μόνο… Γιώργος…»
«ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ! Αχ αγάπη μου θα με πας στον Θεοφάνους; Άντρακλα μου εσύ..»
«Ποιος Θεοφάνους μωρό μου… Θα σε πάω στον Γιώργο…»
«ΜΑΖΩΝΑΚΗ! Αχ άντρα μου αντρούλη μου ακόμα καλύτερα…»
«Ποιος Μαζωνάκης μωρή κύρα Ευθαλία… Εδώ σου μιλάω για Γιώργο Μπουλουγουρά!»
Συννέφιασε η κυρά Ευθαλία…
«Τι είπες ΡΕ ΞΕΦΤΙΛΑ; Θα τη βγάλεις με Μπουλουγουρά νομίζεις;» και με αρχίζει πάλι στα καντήλια…
«Περίμενε καλή μου να δεις να ‘όυμε… περίμενε να δεις και μετά κρίνεις…»
«Τι να κρίνω ρε μουρόχαβλε τι να κρίνω… Λες και χαθήκαν τα μπουζούκια στην Αθήνα ρε… Μπουλουγουρά ρε δεν θα πήγαινα ούτε όταν ήταν στα καλά του ρε μαλάκα και θα με πας τώρα…;»
Πήγαμε εκεί και μας βάζουν σε ένα τραπέζι δίπλα στην τουαλέτα να ‘ούμε. Μην ξεχνάτε, εγώ είχα μείνει ταπί. Δεν ήξερα με τι να πληρώσω να ‘ούμε…
Με το που πάω εκεί, πάω στον «αρχι μέτρ» και του κάνω ξήγα, μέσα στην κουζίνα. Και ανοιγόκλεινε και η πόρτα και έβλεπα και την κυρά Ευθαλία να κατεβάζει τα ουίσκια μπόμπα σα νερό να ‘ούμε.
Του τα είπα όλα, για τον Βούλγαρο, τη θεια τη Μαριγούλα, την κολιτσίνα με το γέρο κτλπ… Και του είπα να έρθω αύριο ανήμερα Πρωτοχρονιάς και μεθαύριο να κάνω κα΄να μεροκάματο γκαρσόνι να ξεπληρώσω…
Μου πήρε ενέχυρο το ρολόι. Βγήκε κι ο Μπουλουγουράς και είπε μόνο δυο τραγούδια και μετά βλέπαμε κάτι τελειωμένα χορευτικά μπαλέτα να ‘ούμε και μία Γιώτα Πούπα και ένα Τάκη Μπιρμπίλη.
Το μόνο καλό ότι ή κύρα Ευθαλία έγινε ντίρλα και κοιμήθηκε μέσα στο αμάξι. Και καλά όταν φεύγαμε από το κέντρο με βοήθησαν κάτι παιδιά και την κουβαλήσαμε μέχρι τ’ αμάξι να ‘ούμε.
Όταν φτάσαμε σπίτι όμως, που να την κουβαλήσω μέχρι τον τέταρτο να ‘ούμε;
Ε την άφησα κι εγώ να κοιμηθεί μέσα στο αμάξι να ‘ούμε…
Τα υπόλοιπα το πρωί τα ξέρουτε να ‘ούμε. ΚΑΛΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
THE COCK
kissmygrass
Απλά μας ενδιαφέρει να ακούγονται όλες οι απόψεις χωρίς λογοκρισία.
Τα Μπουλούκια
Η παρούσα αρθρογραφία έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης οφείλει να διασταυρώνει τις πληροφορίες για θέματα που τον ενδιαφέρουν. Τα κείμενα βασίζονται σε υλικό από Ελληνικές και ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, οι οποίες αναφέρονται στο μέτρο του δυνατού. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.