Μάρω Κοντού

0

«φτου σου, πουτανάκι»!

Γεννήθηκε στο Κουκάκι, ζει στους Αμπελόκηπους. Η γιαγιά της δέχτηκε το νέο πως την προσέλαβαν στο Εθνικό με τη φράση: «Φτου σου, πουτανάκι!».

Γεννήθηκα στο Κουκάκι, στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού, όπου είχε πάει η μητέρα μου επίσκεψη και την έπιασαν οι πόνοι. Αρχικά, ζούσαμε στον Πειραιά, αλλά επειδή ο πατέρας μου ήταν φυματικός, μου απαγορευόταν να τον βλέπω. Πέθανε όταν ήμουν δύο ετών και μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή μου και τη μητέρα μου, που έπιασε αμέσως δουλειά στο υπουργείο Παιδείας, μετακομίσαμε στη γιαγιά. Το Κουκάκι τότε ήταν μια γλύκα: υπήρχαν μυρωδιές, όλα τα σπίτια μονά ή διπλά με κήπους, γύρω μας ζούσαν υπέροχες οικογένειες, οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν πάντα ανοιχτά. Γείτονές μας ήταν η οικογένεια του Μάριου Πλωρίτη, η φίλη μου Κατερίνα Γιουλάκη, παραπάνω έμενε η Νάνα Μούσχουρη.

Από μικρή ζούσα σε έναν κόσμο δικό μου. Τεσσάρων χρόνων άφησα το χέρι της μητέρας μου μες στην εκκλησία, έβγαλα τα παπούτσια μου και άρχισα να χορεύω ξυπόλυτη, υπό τις ψαλμωδίες, στο κόκκινο χαλί. Μονίμως χόρευα μπροστά σ’ έναν καθρέφτη και ονειρευόμουν ότι μια μέρα θα γινόμουν μεγάλη χορεύτρια. Στο γυμνάσιο ήμουν αθλήτρια και κολυμβήτρια και επειδή ήμουν πολύ ζωηρή κι έκανα παρέα με αγόρια με έγραψαν στο κατηχητικό. Παράλληλα με το γυμνάσιο παρακολουθούσα τη σχολή χορού της Κούλας Πράτσικα στο Κολωνάκι.

Παρόλο που κέρδισα μια υποτροφία χορού για τη Γερμανία, η μητέρα μου απέκλεισε το ενδεχόμενο, λέγοντάς μου ότι θα έπρεπε να εργαστώ, όπως και η αδελφή μου, στην Εθνική Τράπεζα. Στις εξετάσεις έγραψα πάνω στο χαρτί «Δεν μ’ ενδιαφέρει να προσληφθώ, με πιέζουν, ευχαριστώ». Το έμαθαν σπίτι κι έγινε μέγας καυγάς.

Συμμετείχα στις οντισιόν του Ροντήρη, ως απόφοιτη της Πράτσικα, για τον χορό αρχαίας τραγωδίας. Από τις 60 που δώσαμε μείναμε 20, ανάμεσά τους κι εγώ μαζί με τη Μαίρη Χρονοπούλου. Η γιαγιά μου υποδέχτηκε το νέο ότι με πήραν στο Εθνικό με τη φράση «φτου σου, πουτανάκι»! Αν και μορφωμένη Σμυρνιά, ήταν συντηρητική. Εκείνη η φράση της επηρέασε από τη συμπεριφορά μου μέχρι το ντύσιμό μου για χρόνια. Βλέπεις, τότε είχαμε τις αρχές που παίρναμε από το σπίτι μας. Συμμετείχα στην πρώτη παράσταση των Επιδαυρίων το 1954, τον Ιππόλυτο. Έμεινα στο Εθνικό τεσσερισήμισι χρόνια και ήταν μεγάλο σχολείο. Καθημερινά δίπλα σε ιερά τέρατα, όπως η Παξινού, ο Μινωτής, η Συνοδινού και πόσοι άλλοι. Τα καλοκαίρια Επίδαυρο, τους χειμώνες πλαισιώναμε παραστάσεις.

Μόλις πήρα την άδεια ηθοποιού ως εξαιρετικό ταλέντο, άρχισαν οι προτάσεις από το ελεύθερο θέατρο. Πήγα αρχικά στον Δημήτρη Μυράτ και πληρώθηκα για μια παράσταση, η οποία δεν έγινε ποτέ. Τελικά, ακολούθησα με πρωταγωνιστικό ρόλο τον Ντίνο Ηλιόπουλο σε μια μεγάλη περιοδεία. Αμέσως μετά γνωρίστηκα με τον Δημήτρη Χορν. Δεν είχα καμία αυτοπεποίθηση, αλλά χάρη στη μεγάλη του επιμονή με έκανε συμπρωταγωνίστριά του στο Ρομανσέρο του Ζακ Ντεβάλ. Έμεινα μαζί του για τρεις σεζόν, μέχρι την Οδό Ονείρων.

Στην Οδό Ονείρων συναντήθηκα με την αφρόκρεμα της εποχής: Χατζιδάκις, Σολομός, Γκάτσος. Έπαιζαν ο Χορν, η Βλαχοπούλου, η Κρούσκα, ο Κωνσταντίνου, ο Μαρίνος. Στη γενική, επειδή ένιωσα ριγμένη, καθώς δεν είχα δικό μου νούμερο, αλλά μόνο τραγούδια, έφυγα. Γύρισα όταν μου είπαν ότι ο Μάνος έγραψε κάτι για μένα. Όταν άρχισε να μου διαβάζει τη «Μαύρη Φορντ», γραμμένη πάνω σ’ ένα κουτί άφιλτρα, έβαλα τα κλάματα, δεν μου άρεσε καθόλου.
Έρχεται ο Χορν και μου λέει: «Δεν έχεις ιδέα! Από την Οδό Ονείρων θα μείνουν η “Μαύρη Φορντ” και το “Ηθοποιός σημαίνει φως”, που λέω εγώ». Μέχρι σήμερα ακούγεται με τη φωνή μου από το ραδιόφωνο και όταν, πριν από μερικά χρόνια, κάναμε δυο βραδιές με τον Κραουνάκη στο Ηρώδειο, με τις πρώτες νότες σηκωνόταν όλο το θέατρο.

Η πρώτη μου ταινία ήταν τα Κίτρινα Γάντια του Σακελάριου. Εμείς του θεάτρου σνομπάραμε τον κινηματογράφο. Ήταν, βέβαια, ένας τρόπος να βγάζεις λεφτά, ιδιαίτερα για μένα που δεν ήμουν πλούσια. Όταν είπα στον Χορν ότι θέλω να γίνω Βουγιουκλάκη, μου είπε «Ευχή και κατάρα σου δίνω να μη γίνεις λαϊκό είδωλο. Μπορείς να παίζεις μέχρι τα 80 σου σε ωραίες δουλειές; Αυτό είναι ηθοποιός!». Δόξα τω θεώ, εκεί πάω, όπως φαίνεται.

Παντρεύτηκα τον διευθυντή φωτογραφίας της Φίνος, Αριστείδη Καρύδη-Φουξ. Καθίσαμε μαζί μερικά χρόνια, χωρίσαμε κάποια στιγμή και διατηρήσαμε μια ωραία φιλία. Ήταν ένα ευτυχισμένο διαζύγιο. Τα τελευταία χρόνια, που ήταν βαριά άρρωστος, τον είχα στο σπίτι μου. Του στάθηκα γιατί ήμασταν φίλοι και η πρώτη μου αγάπη.

Την παρακμή του κινηματογράφου το ’70 τη θεώρησα πολύ φυσική, δεν με ξένισε. Όλα στην τέχνη παρουσιάζουν κάποτε μια κάμψη, διεθνώς. Υπάρχει μια δεκαετία ακμής και μετά ακολουθεί η πτώση. Μετά από αυτό είχα μόνο το θέατρο. Ως επί το πλείστον, κωμωδίες. Υπέροχα έργα που δεν τα σνομπάρω καθόλου. Δεν σνομπάρω καθόλου ούτε Τσιφόρο-Βασιλειάδη, ούτε Γιαλαμά-Πρετεντέρη, ούτε Ψαθά. Κάναμε ουρές με αυτά. Ήμουν συνθιασάρχισσα άλλοτε με τον Κωνσταντάρα, άλλοτε με τον Βουτσά ή τον Κωνσταντίνου.

Καθώς άλλαζε η Ελλάδα, βίωνα τη μετάβαση όπως οι περισσότεροι Έλληνες. Μεταξύ αγωνίας, άγχους και απορίας. Εγώ συνέχισα να κάνω θέατρο, συμμετείχα στο Τι είδε ο Γιαπωνέζος με τον Λαζόπουλο, που λατρεύω το χιούμορ του - κάναμε και μια περιοδεία μαζί. Ακολούθησαν κάποιες θεατρικές βλακείες, κάτι επιθεωρήσεις που δεν μου άρεσαν, και είπα στοπ. Είπα, δεν θα ξανακάνω τα ίδια. Ξαφνικά θέλησα να βγω από το χρυσό μου κλουβί και να βρεθώ με τον κόσμο. Έτσι, πήγα στον Δήμο Αθηναίων, όπου έζησα επτά συναρπαστικά χρόνια δίπλα στον Δημήτρη Αβραμόπουλο, και μετά, με την επιμονή του Έβερτ, συμμετείχα στις εκλογές με τον Κώστα Καραμανλή.

Η Βουλή για μένα ήταν μια απογοήτευση, λόγω της εσωστρέφειας των πολιτικών. Νόμιζα ότι το να είσαι πολιτικός σήμαινε να κάνεις ό,τι μπορείς για τους άλλους. Αυτό έκανα ως πρόεδρος του 9,84, αυτό έκανα ως πρόεδρος στο Μητέρα, όπου με τοποθέτησαν. Δεκαεννέα μήνες στη Βουλή ένιωθα ξένο σώμα. Υπάρχουν και εξαιρέσεις με ιδανικά, αξιόλογοι άνθρωποι, αλλά η πλειονότητα έχει τις δικές της φιλοδοξίες.

Δεν στέκομαι καθόλου στο παρελθόν. Είμαι με το ένα πόδι εδώ και το άλλο στο μέλλον. Τα παλιά τα θεωρώ ντεμοντέ. Λατρεύω τους νέους. Καθετί νέο με απασχολεί, μ’ ενδιαφέρει, ζητάω το ανανεωτικό.

Η πιο ωραία πλευρά της πόλης είναι το σπίτι μου. Τη στιγμή που βάζω το κλειδί στην πόρτα νιώθω την ελευθερία να είμαι ξυπόλυτη ή αχτένιστη. Κάνω χίλια δυο: ζωγραφίζω –έχω κάνει και μια έκθεση–, μαγειρεύω, ασχολούμαι με τις γλάστρες μου. Διατηρώ φιλίες πενήντα χρόνων και μαζί με αυτούς τους φίλους κάνω και τις διακοπές μου και τα πάντα. Τώρα αισθάνομαι την Ελλάδα ταπεινωμένη και δεν μ’ αρέσει καθόλου. Φοβάμαι μήπως σφαχτούμε.

lifo
Ετικέτα:

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
* Οτι δημοσιεύουμε δεν σημαίνει ότι το υιοθετούμε.
Απλά μας ενδιαφέρει να ακούγονται όλες οι απόψεις χωρίς λογοκρισία.

Τα Μπουλούκια

Η παρούσα αρθρογραφία έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης οφείλει να διασταυρώνει τις πληροφορίες για θέματα που τον ενδιαφέρουν. Τα κείμενα βασίζονται σε υλικό από Ελληνικές και ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, οι οποίες αναφέρονται στο μέτρο του δυνατού. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.

Η παρούσα αρθρογραφία έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης οφείλει να διασταυρώνει τις πληροφορίες για θέματα που τον ενδιαφέρουν. Τα κείμενα βασίζονται σε υλικό από Ελληνικές και ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, οι οποίες αναφέρονται στο μέτρο του δυνατού. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.

Δημοσίευση σχολίου (0)
To Top