Επαγγέλματα που χάνονται ή χάθηκαν (α' μέρος)

0


Σαμαρίτης, σαμαρτζής ή σαγματοποιός είναι άλλες ονομασίες αυτού του επαγγελματία.
Πιο παλιά, οι πολεμιστές και οι διάφοροι ιππείς χρησιμοποιούσαν τη σέλα. Η σέλα, ας πούμε, ήταν μικρό σαμάρι, κατασκευασμένο σχεδόν όλο από δέρμα. Για να μην πληγώνεται το ζώο, από την επαφή της σέλας με το κορμί του, ενδιάμεσα χρησιμοποιούσαν διάφορα υλικά. Έβαζαν χονδρό πανί ή τσόχα ή τραγόμαλλο ή συνηθισμένο ψαθί ή σαμάκι.

Ο σαμαράς λοιπόν κατασκεύαζε τα σαμάρια ως εξής: Έπαιρνε από τον ξυλουργό διάφορα κομμάτια σανίδας ή άλλα ολόκληρα τεμάχια ξύλου και τα δούλευε μόνος του, να πάρουν το σχήμα που ήθελε.

Σκάλιζε το ξύλο με το σκαρπέλο, την πλάνη, το σκεπάρνι, το αρνάρι (ράσπα), τα τριβέλια και άλλα εργαλεία. Έτσι κάρφωνε τα μπροστινά και τα πισινά μέρη του σαμαριού, με τα παΐδια. Το άνοιγμα που έδινε στην κοιλιά του σαμαριού, ήταν ανάλογο με το σώμα του ζώου. Του έπαιρνε λοιπόν μέτρα, όπως και σε μας, που μας έκαναν, κάποτε, παπούτσια παραγγελία οι τσαγκάρηδες.

Επάνω στα μπροστινά και πισινά σανίδια κάρφωνε τα κολιτσάκια. Αυτά ήταν γάντζοι φτιαγμένοι από τον σιδηρουργό-γύφτο, για να κρεμούν σ’ αυτά διάφορα πράγματα, για την εργασία και την μεταφορά.

Επάνω λοιπόν σ’ αυτά τα χωνευτά ξύλα, έβαζαν διακοσμητικές προκαδούρες, μέχρι και χάντρες. Αφού λοιπόν έκανε όλο το σκελετό του σαμαριού, με ξύλο πλατάνου, συνήθως ετοιμαζόταν για το στρώμα που θα έμπαινε κάτω από τα σανίδια. Αυτή ήταν η στρώση.

Έκανε πρώτα το πανί σαν σάκο με σαμαροσκούτι κι άρχιζε να κάνει το στρώμα, γεμίζοντας το στην ανάγκη με άχυρο. Συνήθως έβαζε το σαμάκι, που ήταν ειδικό ψαθί, σαν το σημερινό φίλτρο τσιγάρων. Το έραβε με τη σαμαροβελόνα, για να μην μετατοπίζεται και στη συνέχεια το προσάρμοζε πάνω στα σανίδια. Εκτός από την βελόνα, είχε την σακοράφα και τα σουγλιά. Ένα σαμάρι όμως δεν σταμάταγε εδώ.

Θέλει και τα κωλάνια ή μπαλντούμια, όπως τα έλεγαν σε τοπική διάλεκτο. Αυτά ήταν λουρίδες από σκληρό και χοντρό δέρμα που άρχιζαν από το σαμάρι, πήγαιναν στις περιφέρειες του ζώου και ξανά έσμιγαν με το σαμάρι. Αυτά, τώρα, για να μην πέφτουν, κατά την μετακίνηση, είχαν πάνω απ’ την ουρά του ζώου, ένα άλλο κωλάνι που τα συγκρατούσε.

Επιπλέον όλων αυτών, ήταν και η καταζώστρα ή σφίχτρα, που έζωνε το σαμάρι κάτω από την κοιλιά του ζώου. Η καπιστράνα ή κοινώς καπίστρι ήταν το φίμωτρο ή η κατασκευή από λουρίδες δερμάτινες, για να συγκρατούν το σχοινί που συγκρατούσε ο ιδιοκτήτης του ζώου.

Εκεί στο κάτω μέρος της καπιστράνας, ήταν και η βάση, για να βάζουν χαυλιά στο στόμα του αλόγου. Με την χαυλιά, το ζώο δεν μπορούσε να μασήσει, γιατί του έδενε τη γλώσσα με την κάτω σιαγόνα. Μπροστά από την καπιστράνα, πήγαιναν, όπως και στα πλάγια, διάφορες φούντες για την ομορφιά του ζώου.


Σήμερα δεν βλέπουμε τον λούστρο να κάθεται σε μια γωνιά, γιατί δεν τον χρειαζόμαστε πλέον. Υπάρχουν τα κατάλληλα μέσα με τα μπουκαλάκια που έχουν ένα σφουγγαράκι στην άκρη με μπογιές όλων των αποχρώσεων. Άλλωστε τα παπούτσια μας δεν σκονίζονται τόσο πολύ, γιατί οι δρόμοι είναι ασφαλτοστρωμένοι.

Οι λούστροι λοιπόν είχαν χρυσές δουλειές.
Έπιαναν σίγουρα περάσματα και έστηναν την κασελάρα τους ή το κασελάκι τους και περίμεναν. Γυάλιζαν τις μπρούντζινες γωνιές και τα διακοσμητικά σιδερένια μέρη, ώστε να αστράφτουν στον ήλιο και να θαμπώνουν τους περαστικούς. Τα κασελάκι ήταν γεμάτο με μπουκάλια διαφόρων χρωμάτων.

Η δουλειά άρχιζε με την τοποθέτηση του ποδιού στην ειδική βάση, που ήταν στη μέση της κασέλας. Μετά ο λούστρος σήκωνε τα μπατζάκια του παντελονιού του πελάτη και τα ξεσκόνιζε με την βούρτσα των ρούχων. Έπαιρνε μια μικρή σπάτουλα και καθάριζε τις λάσπες που είχαν κολλήσει στα παπούτσια και στις σόλες. Και με μια άγρια βούρτσα ξεσκόνιζε την σόλα και το τακούνι.

Έπαιρνε το μπουκαλάκι και έριχνε λίγη μπογιά στο φυσικό σφουγγάρι. Περνούσε το ένα παπούτσι με την μπογιά και στη συνέχεια με την κόχη της βούρτσας χτυπούσε το κασελάκι για να συνέλθει ο ονειροπαρμένος πελάτης που χάζευε με τους περαστικούς. “ Το άλλο” του έλεγε και ο πελάτης σήκωνε σαν το άλογο το άλλο πόδι και το έβαζε στην υποδοχή.

Τέλος ακολουθούσε η ίδια διαδικασία και στο άλλο παπούτσι. Με νέο χτύπημα τον ειδοποιούσε να φέρει ξανά το πρώτο πόδι, για να βάλει γλυκερίνη. Μετά έπαιρνε την τσόχα για τα μαύρα ή κόκκινα παπούτσια και τα γυάλιζε.

Έτσι, όταν αυτά άστραφταν και έφταναν στη μεγαλύτερη γυαλάδα, ο λούστρος έβγαζε τις φίντες, που ξέχασα να αναφέρω, από τα πλαϊνά του ποδιού, που τις είχε βάλει, για να μην βαφτούν οι κάλτσες. Έτσι τα παπούτσια ήταν έτοιμα.

Σήμερα πλέον υπάρχουν ελάχιστοι (;) και τούτο γιατί το επάγγελμα εξαφανίσθηκε, όχι μόνο γιατί δεν είχε λεφτά, αλλά και κατάντησε υποτιμητικό.


Τον περασμένο αιώνα, που η Ελλάδα ήταν πιο φτωχή και η βιομηχανία υποδημάτων ήταν ανύπαρκτη, οι άνθρωποι είχαν πιο μεγάλη ανάγκη για υπόδηση από σήμερα. Οι δρόμοι ήταν χαλικόστρωτοι ή χωματένιοι και οι δουλειές ήταν αγροτοκτηνοτροφικές.

Επομένως τα οιουδήποτε είδους παπούτσια ή σανδάλια τρίβονταν και χαλούσαν γρήγορα. Έτσι οι άνθρωποι υπέφεραν κι έβρισκαν διάφορους τρόπους να καλύψουν τα πόδια τους.

Άλλοι που δεν είχαν καθόλου λεφτά, έβαζαν λινάτσες και τα τύλιγαν. Όμως τα αγκάθια και οι κολλιτσίδες κολλούσαν επάνω τους. Η μουχρίτσα και το σταυράγκαθο, τους άλλαζαν όψη.
Σκέφτηκαν λοιπόν, ότι καλύτερη λύση ήταν τα γουρνοτσάρουχα.

Έπαιρναν το δέρμα από το γουρούνι που έσφαζαν και το αλάτιζαν να συντηρηθεί. Έτσι δε βρωμούσε και δε σάπιζε. Όπως ήταν τα κομμάτια, τα έκαναν σα βαρκούλες στα μέτρα τους, τα έραβαν και τα φορούσαν. Αντί για κάλτσες έβαζαν τα πλεκτά τσουράπια.

Η αντοχή τους φυσικά δεν ήταν μεγάλη. Τρίβονταν και ξεραίνονταν. Για να μαλακώσουν, τους έβαζαν γουρνάλειμα. Το γουρνάλειμα ήταν λίπος από χοιρινό που είχαν στις στάμνες και το χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα.

Ο πιο μεγάλος κίνδυνος στα γουρνοτσάρουχα ήταν τα πεινασμένα σκυλιά. Όπου τα έβρισκαν, «τους άλλαζαν τον αδόξαστο», όπως έλεγαν.

Σιγά-σιγά, άρχισαν να φέρνουν το δέρμα επεξεργασμένο και τα τσαρούχια γίνονταν καλύτερα. Οι αγωνιστές του ’21 φορούσαν τα τσαρούχια κι έβαζαν και τις περίφημες φούντες.

Η φούντα ήταν σαν το λοφίο του αγριοκόκορα και συμβόλιζε υπεροχή.

Για να προφυλάξουν τις κνήμες, ανακάλυψαν τις γκέτες. Στην αρχή αυτές ήταν πάνινες και μετά έγιναν δερμάτινες. Επάνω σ’ αυτές σχεδίαζαν, ζωγράφιζαν και κεντούσαν πολλά σχέδια. Πολλές απ’ αυτές ήταν σωστά κομψοτεχνήματα.

Αργότερα που κυκλοφόρησαν τα πρώτα αυτοκίνητα, τα τσαρούχια τα κατασκεύαζαν με κομμάτια από παλιές ρόδες αυτοκινήτων. Όμως κι αυτά ήταν δύσκαμπτα και γλιστρούσαν.

Το τσαρούχι είναι ένα ελαφρύ, δερμάτινο υπόδημα το οποίο φορούσαν οι χωρικοί στην ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και σε άλλες ορεινές περιοχές στα Βαλκάνια και την Τουρκία μέχρι τον 19ο - αρχές του 20ου αιώνα. Σήμερα φοριούνται στην Ελλάδα μαζί με τη φουστανέλα, σαν μέρος της παραδοσιακής στολής των Ευζώνων.

Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό «τσαρίκ». Κατασκευαζόταν από ακατέργαστο ή κατεργασμένο δέρμα από τέσσερα συνήθως τεμάχια την "πατωσιά" (ή σόλα) τα δύο πλάγια και στην άκρη του τη "μύτη" σε διάφορες παραλλαγές, άλλοτε γυμνή και γυρισμένη προς τα πάνω είτε καλυμένη με πλούσια, μάλλινη φούντα, η οποία ήταν συνήθως μαύρη για τους άνδρες και τις γυναίκες είτε πολύχρωμη για τα παιδιά.

Το δέρμα από το οποίο κατασκευάζονταν ήταν το λεγόμενο "τελατίνι" χρώματος ερυθρού. Τα τσαρούχια καθημερινής χρήσης ήταν απλά χωρίς στολίδια, ενώ τα πλουσιώτερα είχαν κορδόνια και πούλιες.

Τα τσαρούχια που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας στην Προεδρική Φρουρά φέρουν επίσης στο κάτω μέρος τους περίπου 50 καρφιά το καθένα. Τα καρφιά αυτά είναι υπεύθυνα για τον χαρακτηριστικό ήχο που παράγουν τα τσαρούχια κατά τη διάρκεια ευζωνικών παρελάσεων. Ως συνεπακόλουθο, τα καρφιά αυτά αυξάνουν αρκετά το βάρος του τσαρουχιού, το οποίο μπορεί να φτάσει και τα τρία κιλά το καθένα.

Εκτός από τον παραπάνω τύπο υποδήματος οι χωρικοί και ποιμένες πολλών περιοχών της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας κατασκευάζουν παρόμοια υποδήματα από ακατέργαστο δέρμα χοίρου καλούμενα "γουρουνοτσάρουχα" που θεωρούνται ως ελαφρά πέδιλα τα οποία και εξασφαλίζουν άνετο βάδισμα σε ανώμαλα εδάφη. Αυτά αποτελούνται από ενιαίο τεμάχιο που αναδιπλώνεται και συγκρατείται στο πόδι από ιμάντες, από το ίδιο δέρμα.

Στη στρατιωτική ορολογία, το τσαρούχι που φέρουν οι εύζωνες (τσολιάδες) ονομάζεται "ταρρούχιον". Παρόλ' αυτά, όταν οι εύζωνες αναφέρονται σε αυτό, χρησιμοποιούν τον όρο "τσαρούχι".


Ο τερζής, λέξη τούρκικη, ήταν ο ράφτης των χονδρών μάλλινων υφασμάτων.

Πήγαινε σ’ ένα χωριό που τον καλούσαν κι έπαιρνε τα υφάσματα με το τραγόμαλλο, που έκαναν στον αργαλειό οι γυναίκες. Έπαιρνε τα μέτρα των ανθρώπων κι έκοβε κομμάτια.

Μετά έπαιρνε την σακοράφα κι έραβε τις κάπες ή καπότες, που φορούσαν οι βοσκοί κι άλλοι Έλληνες τον περασμένο αιώνα.

Δεν ήταν εύκολη η δουλειά του τερζή, λόγω του πάχους και της δυσκαμψίας που είχε τούτο το χονδρό ύφασμα. Ο φραγκοράφτης, αντίθετα, είχε να κάνει με λεπτά υφάσματα.

Η κάπα μετά το ράψιμο, ήθελε και ειδικό στρίφωμα για να μην ξεφτίσει. Χρησιμοποιούσε ειδικό εργαλείο, σαν τριπλή σαΐτα. Έτσι, όσο νερό και να έπεφτε πάνω της, ο τσοπάνος δεν βρεχόταν. Έκανε και τα διακοσμητικά σχέδια και τα κεντήματα που του ζητούσαν.

Σήμερα το επάγγελμα αυτό το συναντάμε μόνο σαν επίθετο ανθρώπων.


Η λέξη δραγάτης σημαίνει αγροφύλακα, τον φύλακα των αγρών. Η αγροφυλακή υπήρξε θεσμός ο οποίος σκοπό είχε τη διαφύλαξη των αγροτικών κτημάτων, σε ορισμένη αγροτική έκταση.

Η αγροφυλακή ως υπηρεσία του κράτους οργανώθηκε με διάταγμα την 31 Δεκεμβρίου του έτους 1836. Σήμερα δε λειτουργεί, καταργήθηκε και μαζί μ' αυτούς εγκαταλείφθηκαν και οι αγροί, τα αμπέλια, τα περιβόλια .

Ο αγροφύλακας ήταν το «μάτι της υπαίθρου» και ήλεγχε τα σημεία της δικαιοδοσίας του μέρα και νύχτα, από αγροζημιές, λαθραίους εισβολείς, παραβιάσεις απαγορευμένων καλλιεργειών. Έφτιαχνε το παρατηρητήριό του σε σημείο να έχει απόλυτο ορίζοντα και έλεγχο της περιοχής του.

Στην περιοχή του Λιδορικίου το ονομάζανε «δραγατσιά» και ήταν κατασκευασμένο από πλατύφυλλα δέντρα (πλατάνια κυρίως) και καναπίτσες.

Ο δραγάτης γυρνούσε τον τομέα ευθύνης του πάντα ντυμένος με τη στολή του και με κρεμασμένη στον ώμο του μια μεγάλη τσάντα.

Πηγή

Ετικέτα:

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
* Οτι δημοσιεύουμε δεν σημαίνει ότι το υιοθετούμε.
Απλά μας ενδιαφέρει να ακούγονται όλες οι απόψεις χωρίς λογοκρισία.

Τα Μπουλούκια

Η παρούσα αρθρογραφία έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης οφείλει να διασταυρώνει τις πληροφορίες για θέματα που τον ενδιαφέρουν. Τα κείμενα βασίζονται σε υλικό από Ελληνικές και ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, οι οποίες αναφέρονται στο μέτρο του δυνατού. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.

Η παρούσα αρθρογραφία έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης οφείλει να διασταυρώνει τις πληροφορίες για θέματα που τον ενδιαφέρουν. Τα κείμενα βασίζονται σε υλικό από Ελληνικές και ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, οι οποίες αναφέρονται στο μέτρο του δυνατού. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.

Δημοσίευση σχολίου (0)
To Top