Το ημερολόγιο έγραφε 8 Φεβρουαρίου 1980, όταν σίγησε για πάντα η φωνή του «αηδονιού του Μυλοποτάμου». Εκείνο το μαύρο πρωινό του Φλεβάρη ο Νίκος Ξυλούρης, σύμβολο αντίστασης και λεβεντιάς, που έχει μαγέψει με τη λύρα του γενιές και γενιές, άφηνε την τελευταία του πνοή στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιώς χτυπημένος από την επάρατη νόσο και μαζί με τον θάνατό του έκλεινε ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια στη μουσική ιστορία του τόπου.
Πριν από λίγες μέρες, συμπληρώθηκαν τριάντα δύο χρόνια από τον αιφνίδιο θάνατο του Νίκου Ξυλούρη, όμως η ανάμνηση του «Αρχαγγέλου της Κρήτης» παραμένει ζωντανή, άσβεστη φλόγα που συνεχίζει να ζεσταίνει τον απανταχού Ελληνισμό. Με αφορμή την επέτειο από τον θάνατο του μεγάλου μουσικού, η «Espresso της Κυριακής» φωτίζει άγνωστες πτυχές της ζωής τού κορυφαίου λυράρη μέσα από τις ίδιες τις αφηγήσεις των ανθρώπων που τον γνώριζαν καλά και ήταν μαζί του μέχρι το τέλος: της λατρεμένης του συζύγου Ουρανίας Ξυλούρη-Μελαμπιανάκη, του αδελφού του, του λυράρη Αντώνη Ξυλούρη (Ψαραντώνης) και του αγαπημένου του εξαδέλφου, με τον οποίο ο «Ψαρονίκος» συνδεόταν με αδελφική φιλία.
«Εχω δύο πατρίδες που αγαπώ το ίδιο!»
Ο Νίκος Ξυλούρης είχε δύο πατρίδες, όπως συνήθιζε να λέει: την Ελλάδα και την Κρήτη. Γεννημένος στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγεια Μυλοποτάμου, δέθηκε με τον τόπο του με έναν δεσμό που έμελλε να κρατήσει μέχρι το τέλος. Από την εποχή που οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του και αναγκάστηκε να ξεριζωθεί από τον τόπο του μαζί με την οικογένειά του μέχρι τη στιγμή που ο θάνατος έριξε πάνω του την τρομερή σκιά του, δεν σταμάτησε να μιλάει για την πατρίδα του και να ζητάει να επιστρέψει στο μέρος που τον ανάθρεψε και τον ενέπνευσε.
«Είχε μεγάλος πάθος για τα Ανώγεια. Ηθελε να επιστρέψει εκεί
ί. Θυμάμαι ότι μου έλεγε: “Θέλω να κατέβουμε κάτω, να δω τον Ψηλορείτη”» λέει στην «Espresso της Κυριακής», ο εξάδελφός του Θανάσης Σταυρακάκης.
«Ωρες ώρες μερεύουμε με τη χορδή της λύρας…»
Το ίδιο παθιασμένη ήταν όμως και η αγάπη του για τη λύρα του. Ηταν τόσο δεμένος μαζί της, που πολλές φορές πριν κοιμηθεί την ακουμπούσε στο προσκέφαλό του, θα πουν άνθρωποι που γνώριζαν τον Νίκο Ξυλούρη. Είναι αλήθεια ότι η καλλιτεχνική φύση του, το ίδιο του το αίμα, που τον συνέδεε με ανθρώπους που είχαν βαθιά ριζωμένη μέσα τους την παράδοση της Κρήτης, δεν τον άφησαν να «ξεστρατίσει» σε διαφορετικά μονοπάτια από αυτά της μουσικής του τόπου του.
«Είχε πάθος με τη λύρα και με τη μουσική παράδοση του τόπου του. Αλλωστε, προερχόταν από οικογένεια με μεγάλη μουσική παράδοση. Ο παππούς του ήταν ο μεγαλύτερος λυράρης της εποχής του. Ηταν ο περίφημος “Καραμουζαντώνης”» σημειώνει ο κ. Σταυρακάκης. Και αμέσως μετά θα πει ότι την πρώτη φορά που έπιασε λύρα στα χέρια του ο αγαπημένος του εξάδελφος ήταν μόλις δέκα ετών. Πριν έβρισκε ξύλα, τα ένωνε στη μέση και παρίστανε ότι έπαιζε λύρα και τραγουδούσε. «Ο Νίκος είχε κλίση στη μουσική. Θυμάμαι είχαμε έναν δάσκαλο ο οποίος τον προέτρεπε να προχωρήσει. Μέχρι στον πατέρα του μίλησε για να του πάρει λύρα. Εκείνη την εποχή, ήταν δύσκολα τα πράγματα και οι μεγάλοι είχαν μια περίεργη νοοτροπία. Ελεγαν: “Θα τα αφήσεις όλα για να πας να κάνεις τον θεατρίνο;”. Ο Νίκος όμως προχώρησε».
Ο μεγάλος έρωτας
Στην Γ’ Δημοτικού ο Νίκος Ξυλούρης σταματά το σχολείο και ύστερα από ενάμιση χρόνο μαθητείας δίπλα στον λυράρη Λεωνίδα Κλάδο αρχίζει να παίζει με τη λύρα του σε γάμους, σε βαφτίσια και σε γιορτές σε όλη την Κρήτη. Το 1953 αφήνει το χωριό του και πηγαίνει στο Ηράκλειο, όπου πιάνει δουλειά στο κέντρο «Κάστρο», και με τα λιγοστά λεφτά που κερδίζει πληρώνει το ενοίκιο για τη μικρή κάμαρά του. Εκείνη περίπου την εποχή γνωρίζει την Ουρανία Μελαμπιανάκη και την ερωτεύεται. Για έναν χρόνο, κάθε βράδυ της κάνει καντάδα κάτω από το παράθυρό της, όμως η ταξική τους διαφορά τον αναγκάζει να την κλέψει και να την παντρευτεί κρυφά στις 21 Μαΐου του 1958.
Θυμίζουμε τα περιστατικά αυτά στην κυρία Ουρανία Ξυλούρη περιμένοντας εναγωνίως τη στιγμή που θα αρχίσει να ξεδιπλώνει όλα τα γεγονότα από την πρώτη τους γνωριμία. Παρά τις προσδοκίες μας όμως, αποφεύγει να απαντήσει. «Δεν θα ήθελα να πω κάτι. Αλλωστε, έχουν ειπωθεί πολλές φορές» λέει ευγενικά σαν γνήσια Κρητικιά οικοδέσποινα που δεν θέλει να προσβάλει τον επισκέπτη της. Καθισμένη πίσω από το ταμείο του δισκοπωλείου «Νίκος Ξυλούρης» στη στοά Πεσμαζόγλου, δέχεται αντιθέτως να μας μιλήσει για τα χρόνια που πέρασε δίπλα στον σύζυγό της και την αγάπη που συνεχίζει να εισπράττει από τον κόσμο. «Περάσαμε μαζί είκοσι δύο χρόνια και αποκτήσαμε δύο παιδιά. Ο Νίκος ήταν αυτό που φαινότανε. Δεν ήταν καθόλου “δήθεν”. Γι’ αυτό τον αγαπούσε ο κόσμος. Ακόμα και τώρα, τριάντα δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, με παίρνουν τηλέφωνο άνθρωποι από την Αυστραλία, τον Καναδά, από όλον τον κόσμο που μου λένε: “Είμαστε δίπλα σας και τον θυμόμαστε”. Ακόμη και νέα παιδιά που ήταν αγέννητα όταν πέθανε ο Νίκος» λέει συγκινημένη.
Η πορεία προς την κορυφή και τα χρόνια της δικτατορίας
Τα επόμενα χρόνια, η καριέρα του σπουδαίου λυράρη θα αρχίσει να διαγράφει ανοδική τροχιά. Το 1958 ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο με τίτλο «Μια μαυροφόρα περνά», ενώ το 1966, τη χρονιά της γέννησης της κόρης του Ρηνιώς, κερδίζει σε ένα φεστιβάλ στο Σαν Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Δύο χρό
νια αργότερα, ηχογραφεί με μεγάλη επιτυχία τον δίσκο «Ανυφαντού» και, όταν ο κόσμος αρχίζει να τον υποστηρίζει περισσότερο, μετακομίζει στην Αθήνα, όπου αρχίζει τις εμφανίσεις στο κέντρο «Κονάκι».
Στην Αθήνα θα γνωρίσει και τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό, ο οποίος αποφασίζει να τον συστήσει στον Γιάννη Μαρκόπουλο. Μαζί ξεκινούν μια λαμπρή συνεργασία με τον δίσκο «Χρονικό» και τα «Ριζίτικα», ενώ παράλληλα γνωρίζει και τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρείας COLUMBIA και γίνονται κουμπάροι. Το 1971 ξεκινάει κοινές εμφανίσεις με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στην μπουάτ «Λήδρα» και η φωνή του θα γίνει σύμβολο αντίστασης. «Πότε θα κάνει ξαστεριά», «Αγρίμια κι αγριμάκια μου» είναι δύο από τα τραγούδια που με τους στίχους τους στηρίζουν την κρυφή δημοκρατική ελπίδα του κόσμου εκείνης της εποχής. Δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε τι θα έκανε, αν ζούσε σήμερα ο Νίκος Ξυλούρης: «Θα ήταν μπροστάρης» λέει με σιγουριά ο εξάδελφός του Θανάσης Σταυρακάκης. «Ο Νίκος δεν έμπαινε σε κλουβί. Πιστεύω ότι θα κατέβαινε στους δρόμους και θα είχε όλον τον κόσμο δίπλα του».
«Εβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά...»
Η φωνή του «αηδονιού του Μυλοποτάμου» θα σωπάσει για πάντα στις 8 Φεβρουαρίου του 1980. Σε ηλικία μόλις σαράντα τεσσάρων ετών κι ενώ βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του ο Νίκος Ξυλούρης θα περάσει για πάντα στην αιωνιότητα. Η είδηση του θανάτου του θα συγκλονίσει όλους τους Ελληνες, όχι μόνο τους Κρητικούς.
Ο κ. Σταυρακάκης θυμάται με συγκίνηση ένα περιστατικό από τις δύσκολες ώρες που πέρασε στο νοσοκομείο ο εξάδελφός του: «Οταν τον πήγαμε στον Ευαγγελισμό για να του κάνουν μια εξέταση στο στομάχι, γύρισε προς το μέρος μου και μού είπε: “Θανάση, δεν έχω νιώσει μεγαλύτερη συγκίνηση στη ζωή μου”. Είχε ξεσηκωθεί όλος ο κόσμος στο νοσοκομείο και όση ώρα του έκαναν αυτήν την εξέταση τον είχαν περικυκλώσει γιατροί και νοσοκόμες και τραγουδούσαν όλοι μαζί το τραγούδι “Εβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά κι ο πατέρας του στον Αδη άκουσε μια τουφεκιά…”. Βέβαια, τότε δεν είχε πάει το μυαλό του στο κακό» λέει με σπασμένη φωνή.
Οπως θα πει στην «Espresso της Κυριακής» και ο αδελφός τού Νίκου Ξυλούρη και από τους πιο γνωστούς λυράρηδες της Κρήτης, ο Ψαραντώνης, «ο Νίκος βάδισε με λεβεντιά προς τον θάνατο. Οταν “έφυγε”, ο Νίκος όλη η Ελλάδα ήταν όρθια και έκλαιγε. Δεν έχει γεννηθεί άνθρωπος σαν τον Νίκο, να συμπληρώνει όλα τα προσόντα. Οσο πάει κι όσο περνούν τα χρόνια, ο κόσμος κλαίει, τον θυμάται, τον ακούει και “αγιάνει” κι αυτός».
Πηγή
Πριν από λίγες μέρες, συμπληρώθηκαν τριάντα δύο χρόνια από τον αιφνίδιο θάνατο του Νίκου Ξυλούρη, όμως η ανάμνηση του «Αρχαγγέλου της Κρήτης» παραμένει ζωντανή, άσβεστη φλόγα που συνεχίζει να ζεσταίνει τον απανταχού Ελληνισμό. Με αφορμή την επέτειο από τον θάνατο του μεγάλου μουσικού, η «Espresso της Κυριακής» φωτίζει άγνωστες πτυχές της ζωής τού κορυφαίου λυράρη μέσα από τις ίδιες τις αφηγήσεις των ανθρώπων που τον γνώριζαν καλά και ήταν μαζί του μέχρι το τέλος: της λατρεμένης του συζύγου Ουρανίας Ξυλούρη-Μελαμπιανάκη, του αδελφού του, του λυράρη Αντώνη Ξυλούρη (Ψαραντώνης) και του αγαπημένου του εξαδέλφου, με τον οποίο ο «Ψαρονίκος» συνδεόταν με αδελφική φιλία.
«Εχω δύο πατρίδες που αγαπώ το ίδιο!»
Ο Νίκος Ξυλούρης είχε δύο πατρίδες, όπως συνήθιζε να λέει: την Ελλάδα και την Κρήτη. Γεννημένος στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγεια Μυλοποτάμου, δέθηκε με τον τόπο του με έναν δεσμό που έμελλε να κρατήσει μέχρι το τέλος. Από την εποχή που οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του και αναγκάστηκε να ξεριζωθεί από τον τόπο του μαζί με την οικογένειά του μέχρι τη στιγμή που ο θάνατος έριξε πάνω του την τρομερή σκιά του, δεν σταμάτησε να μιλάει για την πατρίδα του και να ζητάει να επιστρέψει στο μέρος που τον ανάθρεψε και τον ενέπνευσε.
«Είχε μεγάλος πάθος για τα Ανώγεια. Ηθελε να επιστρέψει εκεί
«Ωρες ώρες μερεύουμε με τη χορδή της λύρας…»
Το ίδιο παθιασμένη ήταν όμως και η αγάπη του για τη λύρα του. Ηταν τόσο δεμένος μαζί της, που πολλές φορές πριν κοιμηθεί την ακουμπούσε στο προσκέφαλό του, θα πουν άνθρωποι που γνώριζαν τον Νίκο Ξυλούρη. Είναι αλήθεια ότι η καλλιτεχνική φύση του, το ίδιο του το αίμα, που τον συνέδεε με ανθρώπους που είχαν βαθιά ριζωμένη μέσα τους την παράδοση της Κρήτης, δεν τον άφησαν να «ξεστρατίσει» σε διαφορετικά μονοπάτια από αυτά της μουσικής του τόπου του.
«Είχε πάθος με τη λύρα και με τη μουσική παράδοση του τόπου του. Αλλωστε, προερχόταν από οικογένεια με μεγάλη μουσική παράδοση. Ο παππούς του ήταν ο μεγαλύτερος λυράρης της εποχής του. Ηταν ο περίφημος “Καραμουζαντώνης”» σημειώνει ο κ. Σταυρακάκης. Και αμέσως μετά θα πει ότι την πρώτη φορά που έπιασε λύρα στα χέρια του ο αγαπημένος του εξάδελφος ήταν μόλις δέκα ετών. Πριν έβρισκε ξύλα, τα ένωνε στη μέση και παρίστανε ότι έπαιζε λύρα και τραγουδούσε. «Ο Νίκος είχε κλίση στη μουσική. Θυμάμαι είχαμε έναν δάσκαλο ο οποίος τον προέτρεπε να προχωρήσει. Μέχρι στον πατέρα του μίλησε για να του πάρει λύρα. Εκείνη την εποχή, ήταν δύσκολα τα πράγματα και οι μεγάλοι είχαν μια περίεργη νοοτροπία. Ελεγαν: “Θα τα αφήσεις όλα για να πας να κάνεις τον θεατρίνο;”. Ο Νίκος όμως προχώρησε».
Στην Γ’ Δημοτικού ο Νίκος Ξυλούρης σταματά το σχολείο και ύστερα από ενάμιση χρόνο μαθητείας δίπλα στον λυράρη Λεωνίδα Κλάδο αρχίζει να παίζει με τη λύρα του σε γάμους, σε βαφτίσια και σε γιορτές σε όλη την Κρήτη. Το 1953 αφήνει το χωριό του και πηγαίνει στο Ηράκλειο, όπου πιάνει δουλειά στο κέντρο «Κάστρο», και με τα λιγοστά λεφτά που κερδίζει πληρώνει το ενοίκιο για τη μικρή κάμαρά του. Εκείνη περίπου την εποχή γνωρίζει την Ουρανία Μελαμπιανάκη και την ερωτεύεται. Για έναν χρόνο, κάθε βράδυ της κάνει καντάδα κάτω από το παράθυρό της, όμως η ταξική τους διαφορά τον αναγκάζει να την κλέψει και να την παντρευτεί κρυφά στις 21 Μαΐου του 1958.
Θυμίζουμε τα περιστατικά αυτά στην κυρία Ουρανία Ξυλούρη περιμένοντας εναγωνίως τη στιγμή που θα αρχίσει να ξεδιπλώνει όλα τα γεγονότα από την πρώτη τους γνωριμία. Παρά τις προσδοκίες μας όμως, αποφεύγει να απαντήσει. «Δεν θα ήθελα να πω κάτι. Αλλωστε, έχουν ειπωθεί πολλές φορές» λέει ευγενικά σαν γνήσια Κρητικιά οικοδέσποινα που δεν θέλει να προσβάλει τον επισκέπτη της. Καθισμένη πίσω από το ταμείο του δισκοπωλείου «Νίκος Ξυλούρης» στη στοά Πεσμαζόγλου, δέχεται αντιθέτως να μας μιλήσει για τα χρόνια που πέρασε δίπλα στον σύζυγό της και την αγάπη που συνεχίζει να εισπράττει από τον κόσμο. «Περάσαμε μαζί είκοσι δύο χρόνια και αποκτήσαμε δύο παιδιά. Ο Νίκος ήταν αυτό που φαινότανε. Δεν ήταν καθόλου “δήθεν”. Γι’ αυτό τον αγαπούσε ο κόσμος. Ακόμα και τώρα, τριάντα δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, με παίρνουν τηλέφωνο άνθρωποι από την Αυστραλία, τον Καναδά, από όλον τον κόσμο που μου λένε: “Είμαστε δίπλα σας και τον θυμόμαστε”. Ακόμη και νέα παιδιά που ήταν αγέννητα όταν πέθανε ο Νίκος» λέει συγκινημένη.
Η πορεία προς την κορυφή και τα χρόνια της δικτατορίας
Τα επόμενα χρόνια, η καριέρα του σπουδαίου λυράρη θα αρχίσει να διαγράφει ανοδική τροχιά. Το 1958 ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο με τίτλο «Μια μαυροφόρα περνά», ενώ το 1966, τη χρονιά της γέννησης της κόρης του Ρηνιώς, κερδίζει σε ένα φεστιβάλ στο Σαν Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Δύο χρό
Στην Αθήνα θα γνωρίσει και τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό, ο οποίος αποφασίζει να τον συστήσει στον Γιάννη Μαρκόπουλο. Μαζί ξεκινούν μια λαμπρή συνεργασία με τον δίσκο «Χρονικό» και τα «Ριζίτικα», ενώ παράλληλα γνωρίζει και τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρείας COLUMBIA και γίνονται κουμπάροι. Το 1971 ξεκινάει κοινές εμφανίσεις με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στην μπουάτ «Λήδρα» και η φωνή του θα γίνει σύμβολο αντίστασης. «Πότε θα κάνει ξαστεριά», «Αγρίμια κι αγριμάκια μου» είναι δύο από τα τραγούδια που με τους στίχους τους στηρίζουν την κρυφή δημοκρατική ελπίδα του κόσμου εκείνης της εποχής. Δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε τι θα έκανε, αν ζούσε σήμερα ο Νίκος Ξυλούρης: «Θα ήταν μπροστάρης» λέει με σιγουριά ο εξάδελφός του Θανάσης Σταυρακάκης. «Ο Νίκος δεν έμπαινε σε κλουβί. Πιστεύω ότι θα κατέβαινε στους δρόμους και θα είχε όλον τον κόσμο δίπλα του».
«Εβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά...»
Η φωνή του «αηδονιού του Μυλοποτάμου» θα σωπάσει για πάντα στις 8 Φεβρουαρίου του 1980. Σε ηλικία μόλις σαράντα τεσσάρων ετών κι ενώ βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του ο Νίκος Ξυλούρης θα περάσει για πάντα στην αιωνιότητα. Η είδηση του θανάτου του θα συγκλονίσει όλους τους Ελληνες, όχι μόνο τους Κρητικούς.
Οπως θα πει στην «Espresso της Κυριακής» και ο αδελφός τού Νίκου Ξυλούρη και από τους πιο γνωστούς λυράρηδες της Κρήτης, ο Ψαραντώνης, «ο Νίκος βάδισε με λεβεντιά προς τον θάνατο. Οταν “έφυγε”, ο Νίκος όλη η Ελλάδα ήταν όρθια και έκλαιγε. Δεν έχει γεννηθεί άνθρωπος σαν τον Νίκο, να συμπληρώνει όλα τα προσόντα. Οσο πάει κι όσο περνούν τα χρόνια, ο κόσμος κλαίει, τον θυμάται, τον ακούει και “αγιάνει” κι αυτός».
Πηγή
Απλά μας ενδιαφέρει να ακούγονται όλες οι απόψεις χωρίς λογοκρισία.
Τα Μπουλούκια
Η παρούσα αρθρογραφία έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης οφείλει να διασταυρώνει τις πληροφορίες για θέματα που τον ενδιαφέρουν. Τα κείμενα βασίζονται σε υλικό από Ελληνικές και ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, οι οποίες αναφέρονται στο μέτρο του δυνατού. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.