πολύ καιρό. Έτοιμοι να ουρλιάξουν από χαρά σαν Απάτσι της πιο ξαναμμένης φυλής ένα πράγμα.
Τα έβλεπα βδομάδες τώρα εγώ, όλα αυτά τα ύποπτα σούρ’ τα-φέρ’ τα στα Λαγονήσια και τα όμοια κάτι Δευτερότριτα, που παίρναν το ρεπό τους στο μουγγό κι επέστρεφαν αναψοκοκκινισμένοι προχωρημένο απόγευμα πια. Αυτή τη μαζοχιστική σχέση σας με τον ήλιο, δυσκολεύομαι να την κατανοήσω.
Το ν’ αλλάζετε σώνει και ντε χρώμα δηλαδή. Οι γάτες όσες ώρες και ν’ απλώσουν αρίδα στον ήλιο, παραμένουμε απαράλλαχτες με απόλυτη επιτυχία. Εσείς πάλι, καταντάτε σαν τη σερβάντα από μαόνι που ‘χούμε στο μικρό χολ επειδή δεν της πέτυχε το λούστρο.
Τους βλέπω και τους δικούς μου, να μπουκάρουν ξέπνοοι και πασαλειμμένοι απ’ όλα αυτά τα παράξενα αντηλιακά λάδια που αλείφονται μ’ επιμονή, λίγη ώρα στα γνωστά βούτα ξαναβούτα, λες και κάπως χαίρονται όταν κολυμπάνε. Λάδια που ζέχνουν μυρωδιές από φρούτα τροπικά, καρπούζι ή παλιοκαρότα και μετά σπλουτς στη σαλαμούρα.
Μάστιγα αυτή η λυσσάρα η θάλασσα. Φοβερά μα φοβερά αλμυρή σου λέει ο άλλος. Λίγες σταγόνες από κύματα αν δοκιμάσεις, θ’ αφρίσεις κι εσύ όπως κι αυτή. Λες και κλέβεις ανυποψίαστος την ώρα που δεν σε βλέπουν, ένα τόσο δα κομματάκι αντζούγια απ’ το χειμωνιάτικο οικογενειακό τραπέζι μιας Κυριακής.
Η θάλασσα δε, όπως αντιλαμβάνομαι, μετά από ικανότατο αριθμό τηλεοπτικών παρακολουθήσεων, είναι ανώφελα αχανής και δε φτάνει αυτό, αλλά επιπρόσθετα περιστοιχίζεται από ενοχλητική άμμο, φοβερά πληχτικές πέτρες, ή επικίνδυνα βράχια. Μερικές φορές μάλιστα, είναι και πάρα πολύ βρομερή.
Έτσι κάνουν συνήθως οι άνθρωποι. Τη λεκιάζουν πρώτα καλά καλά, και μετά τσαλαβουτάνε μέσα χαρούμενοι λες και κέρδισαν ηλεκτρική συσκευή σε παιχνίδι. Άκουσα τελευταία, ότι πάνε και κάτι σκυλιά και κολυμπάνε εκεί μέσα, φοβερή ψυχανωμαλία κι αυτή. Οριστικά παγωμένη σε θερμοκρασία, η θάλασσα είναι για μας τα ζώα, μια συνθήκη εντελώς περιττή.
Τώρα θα μου πεις από την άλλη, ότι και οι άνθρωποι ζωάκια είναι, πλασματάκια σαν κι αυτά που περπατάνε, κολυμπάνε ή πετάνε, σε τούτο τον κακόμοιρο πλανήτη. Τη γνώμη και τη θέση μου απέναντι σ’ αυτή την παρανοημένη διάκριση μεταξύ ανθρώπων και ζώων, δεν θέλεις να την ξέρεις, πίστεψε με, θα σε σοκάρω μεσημεριάτικα και δεν είναι αυτός ο σκοπός μου. Θα μαδήσω με τρόπο αστραπιαίο, τάχα μου ανυποψίαστος για να ξεσκάσω και επανέρχομαι σ’ ένα λεπτό.
Έλειψα λίγο παραπάνω γιατί όλη αυτή η κουβέντα περί θαλάσσης και του γνωστού θιάσου, με ξελίγωσε διακριτικά. Αλλά στο πιατάκι, είχανε περισσέψει μονάχα κάτι ψίχουλα από το πρωινό πιάτο επώνυμης κονσέρβας, ανοιγμένης και συντηρημένης στο ψυγείο από χθες. Όλοι λείπουν τέτοια ώρα.
Καλώς και ο μοναχικός χρόνος, αλλά είναι στυφό πράγμα, να μην έχεις εύκαιρο άνθρωπο να ξεκουφάνεις, ακόμα και για την πιο απλή λιχουδιά. Επιστροφή λοιπόν στη διαφυγή προς τα Ελληνικά νησιά και λοιπά θέρετρα. Όπου για να πας χρειάζεσαι ένα σκασμό βενζίνες, άσε τα τσιγάρα που θα καπνίσεις, μέχρι την πολυπόθητη άφιξη σου. Θέμα δεν έχω με το τσιγάρο και τις βενζίνες εγώ, τουναντίον.
Υποστηρίζω τα πετρελαιοειδή, γιατί ξέρω ότι το ρουφάνε με καλαμάκια και το μαζεύουνε με κουβαδάκια, κάτι καλές κακομοίρες θειούλες από το Ιράκ και άλλες τέτοιες βαθύπλουτες χώρες και παίρνουνε κι αυτές οι θειούλες ένα ταπεινό μεροκαματάκι. Επίσης είμαι υπέρ του καπνίσματος, ώρες και στιγμές περνάω τάχα ανύποπτος πλάι από τα τασάκια κι αρπάζω με το νυχάκι γοπίτσες που, μετατρέπω σε μπαλίτσες για τα διάφορα παιχνίδια μου στα πατώματα.
Μια μέρα με μια τέτοια αγκαλίτσα στα μπροστινά μου ποδαράκια, ξεφάντωσα τόσο πολύ που, έσκασα σαν οβίδα του πυροβολικού, πάνω στο πόδι ενός παμπάλαιου αμπαζούρ της γιαγιάς που, τώρα πέρασε όπου και η συγχωρεμένη: στην αιωνιότητα.
Για διαφορετικές στιγμές αιωνιότητας λοιπόν, ξεκινάνε κι όλοι αυτοί οι κακομοίρηδες παραθεριστές του καλοκαιριού.
Μπαίνουν στα παραφορτωμένα αμάξια τους, ξεπαραδιάζονται πληρώνοντας ένα κάρο διόδια και ταρακουνιούνται στις υποτιθέμενες εθνικές οδούς, επί ώρες ολόκληρες μέχρι το πολυπόθητο λιμάνι, που θα τους περάσει αργοσέρνοντας παραγεμισμένο ως το επιθυμητό νησί.
Και γω την ίδια ώρα πρωτοπεινάω στην Αθήνα και δεν είναι κανείς εύκαιρος εδώ να με ταΐσει παρ’ εκτός από την γειτόνισσα και θεία Κατερίνα που με επισκέπτεστε αναλόγως με τα κέφια της, αφενός για να με ταΐσει και να με χαϊδέψει, αφετέρου για να με ρωτήσει με τρόπο ρητορικό και θεατράλε: «Πάλι μαγκούφη σ’ αφήκανε μωρέ κατακαημένε γίγαντα;» Για το τι κάνω όμως όταν μένω στο σπίτι θα σας μιλήσω μια άλλη φορά.
mylady
Απλά μας ενδιαφέρει να ακούγονται όλες οι απόψεις χωρίς λογοκρισία.
Τα Μπουλούκια
Η παρούσα αρθρογραφία έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης οφείλει να διασταυρώνει τις πληροφορίες για θέματα που τον ενδιαφέρουν. Τα κείμενα βασίζονται σε υλικό από Ελληνικές και ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, οι οποίες αναφέρονται στο μέτρο του δυνατού. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.