Τάσου Φούντογλου*
Σου γράφω αυτές τις λέξεις γιατί οι καιροί με θύμωσαν και το λογικό μου αδυνατεί να φτιάξει λόγια καμωμένα απο ευγένειες και λοιπούς κανόνες καλής συμπεριφοράς. Το ξέρεις, καιρό τώρα, πως σε σέβομαι και πως της υπόληψής σου το ακέραιο ποτέ μου δεν τόλμησα να αμφισβητήσω. Και λόγια πικρά δεν καταδέχτηκα ποτέ μου να εκστομίσω εναντίον σου. Γι αυτό και καταφεύγω στην λύση αυτή. Την βρίσκω πιό ανώδυνη και για τους δυο μας.
Γιαυτό σου λέω. Μην ψηφίσεις στις επόμενες εκλογές. Γιατί είστε πολλοί και όταν μαζεύεστε φτιάχνετε πλειοψηφίες. Και μου είναι δύσκολο να βρω άλλους τόσους για να φτιάξουμε τη δική μας πλειοψηφία. Ασε με εμένα, λοιπόν, να πάρω την απόφαση για το δικό μου μέλλον και να κριθώ και εγώ για τις επιλογές μου απο τα δικά μου στερνοπούλια. Και αν το δικό μου «έγνων» δεν το δούν, γι αυτά που εξελίσσονται μπροστά μου θα δεχτώ και εγώ αγόγγυστα το δικό τους το «κατέγνων». Μια ευκαιρία σου ζητώ μονάχα για να αποδείξω πως όλη μου η ζωή βασίστηκε σε λάθη. Σου ζητάω , επίσης, να πάς αύριο κιόλας στο κράτος, πάλι οικειοθελώς, και να τους παραχωρήσεις τη μισή την σύνταξή σου. Και μην φοβηθείς τον Αυτιά. Αυτόν άστον πάνω μου. Γιατί είμαι νέος και ακούω βερεσέ των συνομιλίκων σου τις συντεχνιακές μπαρούφες για κουμπαράδες και ανταποδοτικές συντάξεις. Ηρθαν προχθές οι βάρβαροι και μου τα είπαν όλα. Και εμαθα ο δόλιος πως, τα χρήματα αυτά που επικαλείστε, ήταν κοπανιστός αέρας. Ποτέ σου δεν τα δούλεψες πραγματικά γιατί, πολύ απλά, δεν θυμάμαι ποτέ σου να έφερες στο σπίτι μας το ο,τιδήποτε -είτε αγαθό είναι αυτό είτε υπηρεσία και υπερήφανος να πείς, κοιτώντας μας στα μάτια: κοιτάξτε τί έφτιαξα και το μοσχοπούλησα και στους κουτόφραγκους τους ξένους.
Ξερεις, είμαι και λίγο των θετικών επιστημών εγώ και τους γελοιους οικονομισμούς σας δεν τους πολυκαταλαβαίνω. Εγώ ξέρω ότι χρήματα φέρνεις αν πουλάς κάτι στους ξένους και όχι αν δανείζεσαι και μοιράζεσαι το βιός των άλλων. Και εσείς όλα αυτά τα χρόνια μοιραζόσασταν το βιός των άλλων, δίνοντας και λίγο αέρα κοπανιστό στου κράτους τα ταμεία για τα βαθιά γεράματά σας. Ελα, όμως, που απο τα 55 σου σε βλέπω να γερνάς βαθέως και εγώ έχω γεράσει πρίν την ώρα μου. Και είμαι μονάχα 33. Να το κάνεις, λοιπόν, αυτό που σου ζητάω, γιατί βαρέθηκα να χτυπάω, νιός εγώ και όπως και να το κάνεις και λίγο υπερήφανος, συνέχεια την πόρτα σου και να ζητάω δανεικά και αγύριστα, συμπλήρωμα για τα λειψά μου τα ευρώ. Δεν λέω. Πάντα μου έδινες το κατιτίς σου. Αλλά να. Βαρέθηκα να σου ζητάω συνεχώς και προτιμώ τα χρήματα αυτά ο εργοδότης μου απευθείας να μου τα δίνει. Το βρίσκω πιό τίμιο και έντιμο αυτό και λογαριάζω ευήκοα ώτα να βρώ στην κατανόησή σου.
Σου ζητάω, τέλος, καθώς θα φεύγεις να πάρεις μαζί σου και τους όμοιους σου. Ξέρεις μωρέ ποιούς εννοώ. Αυτά τα δικομματικά αετόπουλα που μου εμφανίστηκαν, κάποτε, ως δικέφαλοι αετοί μπροστά μου, σύμβολα δύναμης και δόξας και με παραμύθιασαν ότι ζώ σε μαγαζί γωνία. Που μου τα πρήξανε όλα αυτά τα χρόνια με το πόσο όμορφος φαίνομαι μες στην ευρωπαική την φορεσιά μου, με το πόσο καταπληκτικός εθελοντής ήμουνα κατα τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων και με το πόσο υπερήφανος πρέπει να αισθάνομαι τώρα που κούρνιασα μες στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης. Συμφωνώ. ΠΑΟΚ είμαι και εγώ, εμπρός αετέ δικέφαλε και άλλα ηχηρά παρόμοια. Αλλα ρε γαμώτο. Το πρωτάθλημα πάλι ο Γάβρος το πήρε και εφέτος…
Και στα ζητάω όλα αυτά γιατί αυτούς τους έχω απο καιρό γραμμένους και ξέρω πως το τέλος τους δεν ξεμακραίνει άλλο. Πλησιάζει με γρήγορους ρυθμούς. Και δεν θέλω αγαπημένε μου πατέρα να αναγκαστώ ποτέ μου να εκτοξεύσω εναντίον σου γιαούρτια. Προτιμώ να αποχωρήσεις ήρεμα και αθόρυβα από το χτίσιμο του μέλλοντα μου χρόνου. Γιατί στο λέω. Μόλις οι ηλίθιοι λακίσουνε και σαν τα ποντίκια εγκαταλείψουνε το πλοίο, η οργή μου ανέστια δεν πρόκειται να μείνει και εστία θα γυρέψει στων συνομηλίκων σου τα μέρη. Και τα γιαούρτια τότε θα αναγκαστώ να σου τα ρίξω. Και δεν το θέλω αυτό αγαπημένε μου πατέρα…
*Ο Τάσος Φούντογλου είναι γιατρός-νεφρολόγος στο γενικό νοσοκομείο της Πτολεμαϊδας
press-grΣου γράφω αυτές τις λέξεις γιατί οι καιροί με θύμωσαν και το λογικό μου αδυνατεί να φτιάξει λόγια καμωμένα απο ευγένειες και λοιπούς κανόνες καλής συμπεριφοράς. Το ξέρεις, καιρό τώρα, πως σε σέβομαι και πως της υπόληψής σου το ακέραιο ποτέ μου δεν τόλμησα να αμφισβητήσω. Και λόγια πικρά δεν καταδέχτηκα ποτέ μου να εκστομίσω εναντίον σου. Γι αυτό και καταφεύγω στην λύση αυτή. Την βρίσκω πιό ανώδυνη και για τους δυο μας.
Σου ζητάω, λοιπόν, αγαπημένε μου πατέρα να μην πάς στις επόμενες εκλογές για να ψηφίσεις. Σου αναγνωρίζω το δικαίωμα της ψήφου – πώς αλλιώς θα μπορούσα, άλλωστε, όταν τη δημοκρατία την έχω τόσο καλά φυλαγμένη εντός μου- αλλά επειδή ξέρω πως μ’αγαπάς ακόμα, σου ζητώ να παραιτηθείς οικειοθελώς απο του άρχεσθαι τις αξιώσεις. Τουλάχιστον για τις επόμενες
εκλογές. Δεν σου καταλογίζω πρόθεση κακή και ανικανότητα μεγάλη -πώς θα μπορούσα, άλλωστε, όταν το σύστημα αυτό που ψηφιζες και...
στήριζες όλα αυτά τα χρόνια, ενδίδοντας στις απαιτήσεις του θλιβερού του Ξέρξη για γή και ύδωρ, μας έδινε ακίνητα, λεφτά και κάτι εξοχικά στο πρώτο πόδι. Αλλά να. Πιστεύω πως δεν το χεις άλλο. Αλλαξαν οι καιροί και εσύ δεν πρόκειται να αλλάξεις.
Δεν θέλω, για παράδειγμα, να σε δώ να ψηφίζεις πάλι εκείνον τον φίλο σου τον μπουνταλάκο τον γιατρό, που σου χειρούργησε με επιτυχία τον προστάτη και εσύ χρέος αισθάνθηκες αντί για φακελάκι να του δώσεις το πολύτιμό σου ψηφαλάκι στις προηγούμενες τις εκλογές. Ούτε εκείνον τον δικηγοράκο της πλάκας, που κάποτε σε ξελάσπωσε για εκείνη την φοροδιαφυγή σου- που ειρήσθω εν παρόδω μας έδωσε και το εξοχικό στο πρώτο πόδι- και στις εκλογές εκείνες πάλι χρέος αισθάνθηκες να του το ανταποδώσεις. Θυμάμαι σε κάτι εκλογές, παιδί αμούστακο ακόμα εγώ, να σέρνουμε κυριολεκτικά την ανοική γιαγιά μας απ΄ το χέρι, με τον σταυρωμένο φάκελο στην τσέπη, μήπως και μπερδευτεί η καημενούλα και δεν ψηφίσει την πολιτικά, ανοική εγγόνα της. Ξέρεις μωρέ ποιά εννοώ. Εκείνη τη δίμετρη μελαχρινή ξαδερφη μου, την όμορφη κατά πώς λέγατε και εσείς οι εμπειρότεροι, που ζαβό την ανεβάζαμε και κουτορνίθι την κατεβάζαμε εμείς οι διάολοι της μακρινής μου νιότης, και η οποία βάλθηκε να αποκτήσει status κοινωνικό, μπας και καλοπαντρευτεί, αναρριχώμενη στου άρχειν τους γολγοθάδες. Δίχως το καημένο να κάνει έστω και ένα βήμα στου άρχεσθαι τις πεδιάδες. Τι να σε κάνω, όμως, που τον σταυρό τον δώσατε στην καημένη την γιαγιά να τον κουβαλάει μες στην τσέπη της, και η αγαπημένη μας ξαδέρφη αβρόχοις ποσοί ανέβαινε, αέρινη και ανάλαφρη, στις απότομες τις κλίσεις των απότομων των γολογοθάδων; Και τώρα με κοιτάει απορημένο το ζαβό μπροστά στην κρίση, μη ξέροντας τί να πρωτοκάνει.εκλογές. Δεν σου καταλογίζω πρόθεση κακή και ανικανότητα μεγάλη -πώς θα μπορούσα, άλλωστε, όταν το σύστημα αυτό που ψηφιζες και...
στήριζες όλα αυτά τα χρόνια, ενδίδοντας στις απαιτήσεις του θλιβερού του Ξέρξη για γή και ύδωρ, μας έδινε ακίνητα, λεφτά και κάτι εξοχικά στο πρώτο πόδι. Αλλά να. Πιστεύω πως δεν το χεις άλλο. Αλλαξαν οι καιροί και εσύ δεν πρόκειται να αλλάξεις.
Γιαυτό σου λέω. Μην ψηφίσεις στις επόμενες εκλογές. Γιατί είστε πολλοί και όταν μαζεύεστε φτιάχνετε πλειοψηφίες. Και μου είναι δύσκολο να βρω άλλους τόσους για να φτιάξουμε τη δική μας πλειοψηφία. Ασε με εμένα, λοιπόν, να πάρω την απόφαση για το δικό μου μέλλον και να κριθώ και εγώ για τις επιλογές μου απο τα δικά μου στερνοπούλια. Και αν το δικό μου «έγνων» δεν το δούν, γι αυτά που εξελίσσονται μπροστά μου θα δεχτώ και εγώ αγόγγυστα το δικό τους το «κατέγνων». Μια ευκαιρία σου ζητώ μονάχα για να αποδείξω πως όλη μου η ζωή βασίστηκε σε λάθη. Σου ζητάω , επίσης, να πάς αύριο κιόλας στο κράτος, πάλι οικειοθελώς, και να τους παραχωρήσεις τη μισή την σύνταξή σου. Και μην φοβηθείς τον Αυτιά. Αυτόν άστον πάνω μου. Γιατί είμαι νέος και ακούω βερεσέ των συνομιλίκων σου τις συντεχνιακές μπαρούφες για κουμπαράδες και ανταποδοτικές συντάξεις. Ηρθαν προχθές οι βάρβαροι και μου τα είπαν όλα. Και εμαθα ο δόλιος πως, τα χρήματα αυτά που επικαλείστε, ήταν κοπανιστός αέρας. Ποτέ σου δεν τα δούλεψες πραγματικά γιατί, πολύ απλά, δεν θυμάμαι ποτέ σου να έφερες στο σπίτι μας το ο,τιδήποτε -είτε αγαθό είναι αυτό είτε υπηρεσία και υπερήφανος να πείς, κοιτώντας μας στα μάτια: κοιτάξτε τί έφτιαξα και το μοσχοπούλησα και στους κουτόφραγκους τους ξένους.
Ξερεις, είμαι και λίγο των θετικών επιστημών εγώ και τους γελοιους οικονομισμούς σας δεν τους πολυκαταλαβαίνω. Εγώ ξέρω ότι χρήματα φέρνεις αν πουλάς κάτι στους ξένους και όχι αν δανείζεσαι και μοιράζεσαι το βιός των άλλων. Και εσείς όλα αυτά τα χρόνια μοιραζόσασταν το βιός των άλλων, δίνοντας και λίγο αέρα κοπανιστό στου κράτους τα ταμεία για τα βαθιά γεράματά σας. Ελα, όμως, που απο τα 55 σου σε βλέπω να γερνάς βαθέως και εγώ έχω γεράσει πρίν την ώρα μου. Και είμαι μονάχα 33. Να το κάνεις, λοιπόν, αυτό που σου ζητάω, γιατί βαρέθηκα να χτυπάω, νιός εγώ και όπως και να το κάνεις και λίγο υπερήφανος, συνέχεια την πόρτα σου και να ζητάω δανεικά και αγύριστα, συμπλήρωμα για τα λειψά μου τα ευρώ. Δεν λέω. Πάντα μου έδινες το κατιτίς σου. Αλλά να. Βαρέθηκα να σου ζητάω συνεχώς και προτιμώ τα χρήματα αυτά ο εργοδότης μου απευθείας να μου τα δίνει. Το βρίσκω πιό τίμιο και έντιμο αυτό και λογαριάζω ευήκοα ώτα να βρώ στην κατανόησή σου.
Σου ζητάω, τέλος, καθώς θα φεύγεις να πάρεις μαζί σου και τους όμοιους σου. Ξέρεις μωρέ ποιούς εννοώ. Αυτά τα δικομματικά αετόπουλα που μου εμφανίστηκαν, κάποτε, ως δικέφαλοι αετοί μπροστά μου, σύμβολα δύναμης και δόξας και με παραμύθιασαν ότι ζώ σε μαγαζί γωνία. Που μου τα πρήξανε όλα αυτά τα χρόνια με το πόσο όμορφος φαίνομαι μες στην ευρωπαική την φορεσιά μου, με το πόσο καταπληκτικός εθελοντής ήμουνα κατα τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων και με το πόσο υπερήφανος πρέπει να αισθάνομαι τώρα που κούρνιασα μες στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης. Συμφωνώ. ΠΑΟΚ είμαι και εγώ, εμπρός αετέ δικέφαλε και άλλα ηχηρά παρόμοια. Αλλα ρε γαμώτο. Το πρωτάθλημα πάλι ο Γάβρος το πήρε και εφέτος…
Και στα ζητάω όλα αυτά γιατί αυτούς τους έχω απο καιρό γραμμένους και ξέρω πως το τέλος τους δεν ξεμακραίνει άλλο. Πλησιάζει με γρήγορους ρυθμούς. Και δεν θέλω αγαπημένε μου πατέρα να αναγκαστώ ποτέ μου να εκτοξεύσω εναντίον σου γιαούρτια. Προτιμώ να αποχωρήσεις ήρεμα και αθόρυβα από το χτίσιμο του μέλλοντα μου χρόνου. Γιατί στο λέω. Μόλις οι ηλίθιοι λακίσουνε και σαν τα ποντίκια εγκαταλείψουνε το πλοίο, η οργή μου ανέστια δεν πρόκειται να μείνει και εστία θα γυρέψει στων συνομηλίκων σου τα μέρη. Και τα γιαούρτια τότε θα αναγκαστώ να σου τα ρίξω. Και δεν το θέλω αυτό αγαπημένε μου πατέρα…
*Ο Τάσος Φούντογλου είναι γιατρός-νεφρολόγος στο γενικό νοσοκομείο της Πτολεμαϊδας
Απλά μας ενδιαφέρει να ακούγονται όλες οι απόψεις χωρίς λογοκρισία.
Τα Μπουλούκια
Η παρούσα αρθρογραφία έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης οφείλει να διασταυρώνει τις πληροφορίες για θέματα που τον ενδιαφέρουν. Τα κείμενα βασίζονται σε υλικό από Ελληνικές και ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, οι οποίες αναφέρονται στο μέτρο του δυνατού. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.