Η «βιογραφία» του Αγνωστου Στρατιώτη

0
η ιστορία του, που χρονολογείται από το 1926.

Εκατό παρά ένα χρόνια συμπληρώνονται από τη στιγμή που έπεσε η πρώτη ιδέα για την ανέγερση ενός μνημείου στην Αθήνα προς τιμή του Αγνωστου Στρατιώτη. Και ο άνθρωπος πίσω από την ιδέα αυτή ήταν ένας δικτάτορας. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος έχοντας την αμέριστη στήριξη επιφανών στρατιωτικών προκήρυξε διαγωνισμό τον Μάρτιο του 1926 –ως υπουργός Στρατιωτικών τότε– για την ανέγερση «Τάφου», όπως κατονομαζόταν, μπροστά στα Παλαιά Ανάκτορα, όπου και σκόπευε να μεταστεγάσει το υπουργείο.

Πολύ σύντομα μάλιστα προέκυψαν οι πρώτες αντιδράσεις σχετικά με το ζήτημα της χωροθέτησης, οι οποίες συνεχίστηκαν έως το 1928. Ο πρώτος που δημοσιεύει κριτική είναι ο πεπειραμένος γλύπτης Αντώνιος Σώχος. Κατά την άποψή του, το κατεξοχήν εθνικό μνημείο δεν θα έπρεπε να τοποθετηθεί σε τόσο κεντρικό σημείο, διότι θα είναι «θεατρινισμός της εποχής μας και μία επίδειξις ήτις δεν θα εκπληροί τον σκοπό δι’ ον προώρισται», όπως θυμίζει η Ελένη Κούκη στην «Ελλάδα του Μεσοπολέμου» (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2017).

Γενικώς, οι πολέμιοι αντιπρότειναν «αθόρυβες» τοποθεσίες, όπως τους λόφους Αρδηττού και Ακροπόλεως, αλλά ακόμη και τον περίβολο της Μητρόπολης ή του Ηρωδείου. Κάποιοι άλλοι πρότειναν το Πεδίον του Αρεως ως τόπο που μπορεί να ενσωματώσει πλήρως τη στρατιωτική αναφορά. Ξεχωριστό ενδιαφέρον, όμως, είχε η πρόταση του Ρωμιού αρχιτέκτονα της Πόλης Πάτροκλου Καμπανάκη –που δεν υποστηρίχθηκε δυναμικά– ώστε η ανέγερση να γίνει στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης. Κάτι τέτοιο, σύμφωνα με την Κούκη, δείχνει ότι ακόμη και στον Μεσοπόλεμο για μια ομάδα διανοουμένων η Αθήνα δεν μπορούσε να παίξει τον ρόλο του εθνικού κέντρου.

Οι διαδικασίες αρχίζουν πάντως να επιταχύνονται μόνο μετά το 1928, οπότε και επί κυβερνήσεως Ελευθέριου Βενιζέλου ορίζεται Επιτροπή που συνεργάζεται με τα συναρμόδια υπουργεία Στρατιωτικών και Συγκοινωνιών. Ο αρχιτέκτονας που επιλέγεται τελικά είναι ο Εμμανουήλ Λαζαρίδης, ενώ μετά την αντικατάσταση του αρχικού γλύπτη Θωμά Θωμόπουλου το κεντρικό ανάγλυφο – ο νεκρός στρατιώτης με το αρχαίο κράνος- ανέλαβε ο Φωκίων Ρωκ. Ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης, από τους πλέον διακεκριμένους γλύπτες της εποχής και προσωπικός φίλος του Βενιζέλου, ανέλαβε να φιλοτεχνήσει τις μπρούντζινες ασπίδες που κοσμούν το μνημείο περιμετρικά.

Κι όμως, αρνητική κριτική κατά βάση άσκησαν βενιζελικές εφημερίδες, όπως το Ελεύθερον Βήμα και τα Αθηναϊκά Νέα, παράλληλα με την αντιβενιζελική Εστία. Κύρια κατηγορία εναντίον του μνημείου ήταν η «αντιρεαλιστικότητά» του και το γεγονός ότι ο νεκρός υπερμεγέθης στρατιώτης στερούσε το γλυπτό απ’ την «πνοή της ποίησης».

Οσο πλησίαζε μάλιστα η ημέρα των εγκαινίων η Επιτροπή έπαιρνε αποφάσεις για ορισμένες τροποποιήσεις ακολουθώντας κλασικά πρότυπα. Αρχικά το σχέδιο προέβλεπε να αναγράφεται η χρονολογική ένδειξη 1912-1922, τελικά όμως επιλέχθηκαν δύο φράσεις του Θουκυδίδη από τον Επιτάφιο του Περικλή: «Μία κλίνη κενή φέρεται εστρωμένη των αφανών» και «Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος». Αποφασίστηκε επίσης να μην καίει άσβεστη φωτιά -για να διαφέρει από τα ξένα μνημεία-, ενώ ο «Τάφος» αποφασίστηκε να μετατραπεί σε κενοτάφιο.

Στις τρεις πλευρές του μνημείου, εξάλλου, έχουν χαραχτεί 52 ονόματα μαχών της περιόδου 1912 – 1922 χωρίς όλες να αποτελούν τις «ενδοξότερες και πιο πολύνεκρες μάχες» (υπάρχουν π.χ. της Ελασσόνας ή η εκστρατεία στην Ουκρανία). Στα αριστερά της σύνθεσης περιλαμβάνονται οι μάχες του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Στο κέντρο, εκείνες του Β’ Βαλκανικού και της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Στα δεξιά, οι συγκρούσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και οι επιχειρήσεις στη Ρωσία (μόνο μετά την απελευθέρωση το 1944 προστέθηκαν πάνω στο κενοτάφιο τα πεδία των μαχών του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και αργότερα οι επιχειρήσεις στην Κορέα).

Τα εγκαίνια και η κριτική

Το έργο ολοκληρώθηκε έξι χρόνια αργότερα και στις 25 Μαρτίου 1932 έγιναν τα εγκαίνιά του. Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες αφιέρωσαν μεγάλα άρθρα περιγράφοντας τους λόγους που εκφωνήθηκαν –ο πανηγυρικός από τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, τότε πρόεδρο της Βουλής-, «καθώς και τους νεωτερισμούς του εορτασμού, όπως ότι για πρώτη φορά στην Ελλάδα ο αγιασμός ακούστηκε σε όλη την πλατεία, χάρη στη μικροφωνική εγκατάσταση». Η τελετή φωτογραφήθηκε, κινηματογραφήθηκε και προβλήθηκε μέσω των επικαίρων στους κινηματογράφους. Φυσικά δεν έλειψε η κατεδαφιστική –κυριολεκτικά και μεταφορικά- κριτική: «Το τελευταίο αισθητικό έγκλημα έγινε δια της δημιουργίας του τερατώδους αρχιτεκτονικού κατασκευάσματος του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτου. Το όλον έργον αποτελεί εκπληκτικήν βαναυσότητα…» έγραφε η εφημερίδα «Ακρόπολις» στις 3 Απριλίου 1932.

Για την ιστορία, η ιδέα της μνημόνευσης των ανώνυμων νεκρών του πολέμου δεν περιοριζόταν στο συγκεκριμένο μνημείο. Στη Δράμα και στο Ηράκλειο Κρήτης υπήρχε τάφος του Αγνωστου Στρατιώτη τουλάχιστον από το 1930, ενώ στον Πειραιά η δεύτερη ημέρα στον εορτασμό της εκατονταετηρίδας της Επανάστασης ήταν αφιερωμένη στον Ελληνα Ναύτη. Στις 6 Νοεμβρίου 1930, μάλιστα, μια μεγάλη νηοπομπή κατευθύνθηκε στην Ψυττάλεια, όπου θεμελιώθηκε το μνημείο του Αφανούς Ναύτη.

protagon
Ετικέτα:

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
* Οτι δημοσιεύουμε δεν σημαίνει ότι το υιοθετούμε.
Απλά μας ενδιαφέρει να ακούγονται όλες οι απόψεις χωρίς λογοκρισία.

Τα Μπουλούκια

Η παρούσα αρθρογραφία έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης οφείλει να διασταυρώνει τις πληροφορίες για θέματα που τον ενδιαφέρουν. Τα κείμενα βασίζονται σε υλικό από Ελληνικές και ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, οι οποίες αναφέρονται στο μέτρο του δυνατού. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.

Η παρούσα αρθρογραφία έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης οφείλει να διασταυρώνει τις πληροφορίες για θέματα που τον ενδιαφέρουν. Τα κείμενα βασίζονται σε υλικό από Ελληνικές και ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, οι οποίες αναφέρονται στο μέτρο του δυνατού. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.

Δημοσίευση σχολίου (0)
To Top