οι Βλάχοι προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανή την κληρονομιά και την ιδιαίτερη γλώσσα τους-.
Στο Μέτσοβο Ιωαννίνων οι Βλάχοι προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανή την κληρονομιά και την ιδιαίτερη γλώσσα τους- Πόσοι τελικά μιλούν πλέον βλάχικα;
Το Μέτσοβο είναι μία γραφική, ορεινή κωμόπολη των Ιωαννίνων, χτισμένη σε υψόμετρο 1.120 μέτρων στα επιβλητικά βουνά της Πίνδου, που σήμερα μετρά περί τους 2.500 μόνιμους κατοίκους.
Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού είναι βλάχικης καταγωγής, γεγονός που το καθιστά ένα από τα πιο δημοφιλή βλαχοχώρια της Ελλάδας. Οι περισσότεροι κάτοικοι ασχολούνται με τον τουρισμό, την κτηνοτροφία, την τυροκομία και την υφαντουργία. Αξίζει σ’ αυτό το σημείο να αναφέρουμε, πως λόγω της παραδοσιακής του ταυτότητας, του μεγάλου φυσικού κάλλους, του χιονοδρομικού κέντρου και της τεχνητής λίμνης του Αώου, το Μέτσοβο υπήρξε ένας από τους πρώτους χειμερινούς προορισμούς της χώρας μας, και κάθε χειμώνα πλημμυρίζει με πλήθος κόσμου, που αναζητούν στιγμές χαλάρωσης στα ελατοσκέπαστα και κατάλευκα βουνά της Πίνδου.
Οι Βλάχοι που κατοικούν εκεί σήμερα αγαπούν ιδιαίτερα τη γλώσσα, τις παραδόσεις και την ιδιαίτερη κληρονομιά τους, και αγωνίζονται να τη διαφυλάξουν για τις επόμενες γενιές. Όμως, δυστυχώς, οι νεότεροι δε δείχνουν τον ίδιο ζήλο για να μάθουν τη γλώσσα των παππούδων τους, με αποτέλεσμα αυτή να κινδυνεύει να χαθεί. Σε ορισμένα χωριά μάλιστα δεν μιλιούνται σχεδόν καθόλου.
Οι Βλάχοι κατάγονται από αυτόχθονες Έλληνες - γλωσσικώς εκλατινισμένους από τους Ρωμαίους - οι οποίοι ήταν φύλακες των συνόρων της αυτοκρατορίας και υπηρετούσαν ως μισθοφόροι στις τάξεις των ρωμαϊκών λεγεώνων. Ως πιθανή κοιτίδα των Βλάχων θεωρείται η περιοχή της Ρωμαϊκής Εγνατίας Οδού, όπου και συγκεντρώνονται, ακόμη και σήμερα, οι περισσότεροι βλαχόφωνοι πληθυσμοί. Οι Ρωμαίοι πρώτα κατέκτησαν την Ήπειρο και την υπόλοιπη Ελλάδα, και 100 χρόνια αργότερα επεκτάθηκαν βόρεια προς τη σημερινή Ρουμανία. Οπότε λογικό είναι η λατινοφωνία στη Βαλκανική Χερσόνησο να ξεκίνησε από τον ελληνικό χώρο και μετά να επεκτάθηκε στα βόρεια.
Οι Βλάχοι της Νότιας Βαλκανικής αυτοπροσδιορίζονται ως Αρμούνιι (Αrmɨɲi) ή Ρεμένιι (Remeɲi), όροι που προέρχονται από το λατινική λέξη Romani, δηλαδή «Ρωμαίοι». Από τους ίδιους όρους διαμορφώθηκε ο νεολογισμός «Αρωμούνοι», που χρησιμοποιεί σήμερα η επιστημονική βιβλιογραφία. Η πλειοψηφία τους ζει στην Ελλάδα, την Αλβανία, τη Βόρεια Μακεδονία και τη Ρουμανία. Ιστορική τους κοιτίδα θεωρείται η οροσειρά της Πίνδου και οι ορεινές της προεκτάσεις. Η χρήση της Βλάχικης Γλώσσας υπήρξε κυρίως προφορική, ενώ ως γραπτή γλώσσα χρησιμοποιήθηκε από τους Βλάχους κυρίως η Ελληνική.
Η Βλάχικη Γλώσσα, υπό το βάρος και τη σκιά της Ελληνικής Γλώσσας, δεν μπόρεσε ποτέ να αναπτυχθεί πλήρως σαν λόγια γλώσσα, και επομένως να εγγραμματιστεί και να αποκτήσει γραφή λόγω των ιδεολογικών επιλογών των Βλάχων μελών της αστικής τάξης, οι οποίοι ήταν σε θέση όχι μόνο να μετέχουν της ελληνικά προσανατολισμένης παιδείας, αλλά και να επηρεάζουν την υπόλοιπη κοινότητα προς εκείνη την κατεύθυνση, διότι η ελληνική ήταν η γλώσσα της εκκλησίας και της εκπαίδευσης. Η Ελληνική ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν πάντα στην Εκκλησία, στο εμπόριο και αλλού, ενώ τα βλάχικα χρησιμοποιούνταν κυρίως στα πλαίσια του σπιτιού και στις κοινωνικές συναναστροφές της κλειστής κοινωνίας του χωριού. Παρ’ όλα αυτά, έχει δώσει αρκετά γραπτά μνημεία της ύπαρξής της, που αποτελούν προσπάθειες συστηματοποίησης της από την πλευρά κάποιων Βλάχων λογίων, από τη μια και από την άλλη, προσπάθειες γλωσσικού εξελληνισμού των βλαχόφωνων.
Ο αριθμός των Βλάχων της Ελλάδας είναι δύσκολο να προσδιοριστεί επακριβώς, αφού πλέον δεν υφίσταται κάποιος κραυγαλέος πολιτισμικός ή άλλος διαχωρισμός ανάμεσα σε βλαχόφωνους και μη, εκτός από την κατά τόπους προφορική χρήση της βλάχικης που περιορίζεται όμως σε μεγάλες ηλικίες. Υπάρχουν κάποιοι υπολογισμοί, σύμφωνα με τους οποίους βλάχικα μιλούν ενεργά περίπου 15.000 άτομα. Υπάρχει όμως και ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός ατόμων που κατανοούν τη γλώσσα, χωρίς να τη μιλάνε ή τη μιλάνε σε πολύ βασικό επίπεδο.
Στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται στις μέρες μας περίπου 120 πολιτιστικοί σύλλογοι ατόμων βλάχικης καταγωγής. Παράλληλα, οργανώνονται βλάχικα ανταμώματα, εκδίδονται πολλά βιβλία σχετικά με τους Βλάχους και την κληρονομιά τους, κυκλοφορούν ηχογραφήσεις με τραγούδια στα βλάχικα αλλά και στα ελληνικά, καθώς όπως φαίνεται, το μεγαλύτερο καταγραμμένο μέρος της βλάχικης μουσικής παράδοσης στον ελλαδικό χώρο, επηρεάστηκε από την ελληνική και καταγράφηκε σε αυτήν. Τέλος, στο διαδίκτυο έχουν δημιουργηθεί πολλές ομάδες βλαχόφωνων, ως μία ύστατη προσπάθεια έκφρασης, για τους εναπομείναντες ομιλητές της Βλάχικης Γλώσσας.
Η κάμερα του «Όπου Υπάρχει Ελλάδα στον ΣΚΑΪ» ταξίδεψε στο πανέμορφο Μέτσοβο και συνομίλησε με ανθρώπους που μιλούν άπταιστα τα βλάχικα, και αγωνίζονται σε καθημερινή βάση, ατομικά αλλά και σε συλλογικό επίπεδο, για να μη σβήσει αυτή η ξεχωριστή ταυτότητα του τόπου τους. Η αγάπη τους δε για την πολιτιστική τους κληρονομιά και την ιδιαίτερη πατρίδα τους είναι συγκινητική.
Το Μέτσοβο είναι μία γραφική, ορεινή κωμόπολη των Ιωαννίνων, χτισμένη σε υψόμετρο 1.120 μέτρων στα επιβλητικά βουνά της Πίνδου, που σήμερα μετρά περί τους 2.500 μόνιμους κατοίκους.
Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού είναι βλάχικης καταγωγής, γεγονός που το καθιστά ένα από τα πιο δημοφιλή βλαχοχώρια της Ελλάδας. Οι περισσότεροι κάτοικοι ασχολούνται με τον τουρισμό, την κτηνοτροφία, την τυροκομία και την υφαντουργία. Αξίζει σ’ αυτό το σημείο να αναφέρουμε, πως λόγω της παραδοσιακής του ταυτότητας, του μεγάλου φυσικού κάλλους, του χιονοδρομικού κέντρου και της τεχνητής λίμνης του Αώου, το Μέτσοβο υπήρξε ένας από τους πρώτους χειμερινούς προορισμούς της χώρας μας, και κάθε χειμώνα πλημμυρίζει με πλήθος κόσμου, που αναζητούν στιγμές χαλάρωσης στα ελατοσκέπαστα και κατάλευκα βουνά της Πίνδου.
Οι Βλάχοι που κατοικούν εκεί σήμερα αγαπούν ιδιαίτερα τη γλώσσα, τις παραδόσεις και την ιδιαίτερη κληρονομιά τους, και αγωνίζονται να τη διαφυλάξουν για τις επόμενες γενιές. Όμως, δυστυχώς, οι νεότεροι δε δείχνουν τον ίδιο ζήλο για να μάθουν τη γλώσσα των παππούδων τους, με αποτέλεσμα αυτή να κινδυνεύει να χαθεί. Σε ορισμένα χωριά μάλιστα δεν μιλιούνται σχεδόν καθόλου.
Οι Βλάχοι κατάγονται από αυτόχθονες Έλληνες - γλωσσικώς εκλατινισμένους από τους Ρωμαίους - οι οποίοι ήταν φύλακες των συνόρων της αυτοκρατορίας και υπηρετούσαν ως μισθοφόροι στις τάξεις των ρωμαϊκών λεγεώνων. Ως πιθανή κοιτίδα των Βλάχων θεωρείται η περιοχή της Ρωμαϊκής Εγνατίας Οδού, όπου και συγκεντρώνονται, ακόμη και σήμερα, οι περισσότεροι βλαχόφωνοι πληθυσμοί. Οι Ρωμαίοι πρώτα κατέκτησαν την Ήπειρο και την υπόλοιπη Ελλάδα, και 100 χρόνια αργότερα επεκτάθηκαν βόρεια προς τη σημερινή Ρουμανία. Οπότε λογικό είναι η λατινοφωνία στη Βαλκανική Χερσόνησο να ξεκίνησε από τον ελληνικό χώρο και μετά να επεκτάθηκε στα βόρεια.
Οι Βλάχοι της Νότιας Βαλκανικής αυτοπροσδιορίζονται ως Αρμούνιι (Αrmɨɲi) ή Ρεμένιι (Remeɲi), όροι που προέρχονται από το λατινική λέξη Romani, δηλαδή «Ρωμαίοι». Από τους ίδιους όρους διαμορφώθηκε ο νεολογισμός «Αρωμούνοι», που χρησιμοποιεί σήμερα η επιστημονική βιβλιογραφία. Η πλειοψηφία τους ζει στην Ελλάδα, την Αλβανία, τη Βόρεια Μακεδονία και τη Ρουμανία. Ιστορική τους κοιτίδα θεωρείται η οροσειρά της Πίνδου και οι ορεινές της προεκτάσεις. Η χρήση της Βλάχικης Γλώσσας υπήρξε κυρίως προφορική, ενώ ως γραπτή γλώσσα χρησιμοποιήθηκε από τους Βλάχους κυρίως η Ελληνική.
Η Βλάχικη Γλώσσα, υπό το βάρος και τη σκιά της Ελληνικής Γλώσσας, δεν μπόρεσε ποτέ να αναπτυχθεί πλήρως σαν λόγια γλώσσα, και επομένως να εγγραμματιστεί και να αποκτήσει γραφή λόγω των ιδεολογικών επιλογών των Βλάχων μελών της αστικής τάξης, οι οποίοι ήταν σε θέση όχι μόνο να μετέχουν της ελληνικά προσανατολισμένης παιδείας, αλλά και να επηρεάζουν την υπόλοιπη κοινότητα προς εκείνη την κατεύθυνση, διότι η ελληνική ήταν η γλώσσα της εκκλησίας και της εκπαίδευσης. Η Ελληνική ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν πάντα στην Εκκλησία, στο εμπόριο και αλλού, ενώ τα βλάχικα χρησιμοποιούνταν κυρίως στα πλαίσια του σπιτιού και στις κοινωνικές συναναστροφές της κλειστής κοινωνίας του χωριού. Παρ’ όλα αυτά, έχει δώσει αρκετά γραπτά μνημεία της ύπαρξής της, που αποτελούν προσπάθειες συστηματοποίησης της από την πλευρά κάποιων Βλάχων λογίων, από τη μια και από την άλλη, προσπάθειες γλωσσικού εξελληνισμού των βλαχόφωνων.
Ο αριθμός των Βλάχων της Ελλάδας είναι δύσκολο να προσδιοριστεί επακριβώς, αφού πλέον δεν υφίσταται κάποιος κραυγαλέος πολιτισμικός ή άλλος διαχωρισμός ανάμεσα σε βλαχόφωνους και μη, εκτός από την κατά τόπους προφορική χρήση της βλάχικης που περιορίζεται όμως σε μεγάλες ηλικίες. Υπάρχουν κάποιοι υπολογισμοί, σύμφωνα με τους οποίους βλάχικα μιλούν ενεργά περίπου 15.000 άτομα. Υπάρχει όμως και ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός ατόμων που κατανοούν τη γλώσσα, χωρίς να τη μιλάνε ή τη μιλάνε σε πολύ βασικό επίπεδο.
Στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται στις μέρες μας περίπου 120 πολιτιστικοί σύλλογοι ατόμων βλάχικης καταγωγής. Παράλληλα, οργανώνονται βλάχικα ανταμώματα, εκδίδονται πολλά βιβλία σχετικά με τους Βλάχους και την κληρονομιά τους, κυκλοφορούν ηχογραφήσεις με τραγούδια στα βλάχικα αλλά και στα ελληνικά, καθώς όπως φαίνεται, το μεγαλύτερο καταγραμμένο μέρος της βλάχικης μουσικής παράδοσης στον ελλαδικό χώρο, επηρεάστηκε από την ελληνική και καταγράφηκε σε αυτήν. Τέλος, στο διαδίκτυο έχουν δημιουργηθεί πολλές ομάδες βλαχόφωνων, ως μία ύστατη προσπάθεια έκφρασης, για τους εναπομείναντες ομιλητές της Βλάχικης Γλώσσας.
Η κάμερα του «Όπου Υπάρχει Ελλάδα στον ΣΚΑΪ» ταξίδεψε στο πανέμορφο Μέτσοβο και συνομίλησε με ανθρώπους που μιλούν άπταιστα τα βλάχικα, και αγωνίζονται σε καθημερινή βάση, ατομικά αλλά και σε συλλογικό επίπεδο, για να μη σβήσει αυτή η ξεχωριστή ταυτότητα του τόπου τους. Η αγάπη τους δε για την πολιτιστική τους κληρονομιά και την ιδιαίτερη πατρίδα τους είναι συγκινητική.
Νικόλας Μπάρδης
skai
Απλά μας ενδιαφέρει να ακούγονται όλες οι απόψεις χωρίς λογοκρισία.
Τα Μπουλούκια
Η παρούσα αρθρογραφία έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης οφείλει να διασταυρώνει τις πληροφορίες για θέματα που τον ενδιαφέρουν. Τα κείμενα βασίζονται σε υλικό από Ελληνικές και ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, οι οποίες αναφέρονται στο μέτρο του δυνατού. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.