η μόρφωση αντιμετωπίστηκε ως κλειδί για την οικοδόμηση του έθνους.
Η πρόσφατη δημοσιοποίηση κυβερνητικών σκέψεων περί μακροπρόθεσμης κατάργησης των πανελληνίων εξετάσεων στα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα, με αντικατάστασή τους από το λεγόμενο «Εθνικό Απολυτήριο», επαναφέρει στο τραπέζι το παλιό ερώτημα: πώς μπαίνει κανείς στο Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα; Και κυρίως, πώς έμπαινε παλαιότερα;
Από τα πρώτα χρόνια του νεοελληνικού κράτους, η μόρφωση αντιμετωπίστηκε ως κλειδί για την οικοδόμηση του έθνους. Ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας Ιωάννης Καποδίστριας έθεσε ως στόχο τη διάδοση της στοιχειώδους εκπαίδευσης, βλέποντας σε αυτή την προϋπόθεση για την πολιτική ωριμότητα των πολιτών. Τα πρώτα βήματα δεν αφορούσαν την ανώτατη παιδεία, αλλά τη στοιχειώδη: αλληλοδιδακτικά σχολεία σε πόλεις και χωριά, ώστε τα παιδιά να μάθουν ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Το Πανεπιστήμιο θα έρθει λίγο αργότερα, το 1837, ως Οθώνειο Πανεπιστήμιο, και τότε για πρώτη φορά διαμορφώνεται ένα θεσμικό πλαίσιο πρόσβασης στη «μεγάλη παιδεία». Στα μέσα του 19ου αιώνα, η εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο δεν γινόταν με πανελλαδικές εξετάσεις, αλλά με εισαγωγικές δοκιμασίες που έθεταν οι ίδιες οι σχολές. Ουσιαστικά, οι υποψήφιοι έδιναν εξετάσεις μπροστά σε καθηγητές, σε γνώσεις κυρίως κλασικών γλωσσών και μαθηματικών. Το κράτος επιδίωκε να συνδέσει την ανώτατη παιδεία με την κλασική παράδοση, καθώς το Πανεπιστήμιο λειτουργούσε και ως ιδεολογικό εργαστήριο της νέας Ελλάδας.
Σταδιακά, καθώς ο αριθμός των μαθητών που ολοκλήρωναν το Γυμνάσιο αυξανόταν, οι εξετάσεις έγιναν πιο οργανωμένες. Από τα τέλη του 19ου αιώνα καθιερώθηκαν απολυτήριες εξετάσεις Γυμνασίου, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούσαν και ως εισιτήριο για την ανώτατη εκπαίδευση. Η σύνδεση Λυκείου και Πανεπιστημίου ενισχύθηκε στον Μεσοπόλεμο: για να μπει κανείς στο Πανεπιστήμιο έπρεπε να περάσει από τις απολυτήριες εξετάσεις της τελευταίας τάξης, οι οποίες είχαν πανελλαδικό χαρακτήρα με τη συμμετοχή επιτροπών καθηγητών. Κάθε πανεπιστημιακό ίδρυμα οργάνωνε τις δικές του εξετάσεις και οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν να εξεταστούν σε όποια σχολή ήθελαν. Αν κατάφερναν να περάσουν σε πάνω από μια είχαν το δικαίωμα επιλογής.
Η μεγάλη τομή ήρθε στη δεκαετία του 1960. Η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου με το Βασιλικό Διάταγμα 378/1964 εισήγαγε το σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων (τότε «Εισιτήριες Εξετάσεις»), επιχειρώντας να βάλει τάξη στο χάος των διαφορετικών δοκιμασιών. Η λογική ήταν να υπάρχει ενιαία διαδικασία, αντικειμενικότητα, και κοινά θέματα για όλους ανά επιστημονικό πεδίο. Οι πρώτες «Πανελλήνιες» οργανώθηκαν με εξετάσεις σε βασικά μαθήματα για όλους τους υποψηφίους, που βαθμολογούνταν κεντρικά. Έτσι, γεννιέται και καθιερώνεται το σύστημα που σφράγισε για δεκαετίες μέχρι σήμερα τις ζωές εκατομμυρίων μαθητών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πρώτες εξετάσεις το 1964 γίνονται με χρήση του πρώτου, πρωτόγονου, υπολογιστή στην Ελλάδα που καταλαμβάνει έκταση 200 τ.μ και τα αποτελέσματα κάνουν τρεις μήνες να βγουν …
Ωστόσο, οι μεταρρυθμίσεις δεν σταμάτησαν εκεί. Το 1980 οι εξετάσεις ονομάζονται «Πανελλήνιες», το 1983 καθιερώθηκαν οι «Γενικές Εξετάσεις» και οι «Δέσμες», με τους μαθητές να εξετάζονται πανελλαδικά σε περιορισμένο αριθμό μαθημάτων ανάλογα με τη δέσμη που επέλεγαν. Από τη δεκαετία του 1990 μέχρι σήμερα το σύστημα γνώρισε αλλεπάλληλες αλλαγές: από τις Δέσμες περάσαμε το 1997 στο Ενιαίο Λύκειο και τις κατευθύνσεις, έπειτα στο σύστημα των κατευθύνσεων με πανελλαδικά μαθήματα, αργότερα στο λύκειο «τράπεζα θεμάτων», και πρόσφατα σε μια πιο ευέλικτη μορφή, με πανελλαδικές που διατηρούνται ως ο μόνος αξιόπιστος μηχανισμός επιλογής. Κοιτώντας πίσω, βλέπει κανείς ότι η διαδρομή από τις πρόχειρες εξετάσεις του 19ου αιώνα μέχρι τη σημερινή βιομηχανία φροντιστηρίων και εξεταστικών μαραθωνίων δεν είναι απλώς παιδαγωγική ιστορία. Είναι ιστορία κοινωνική και πολιτική: κάθε μεταρρύθμιση στις πανελλήνιες αντανακλά μια αλλαγή στο κράτος, στις αντιλήψεις περί δικαιοσύνης και ισότητας, αλλά και στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Αν ο Καποδίστριας οραματιζόταν μια παιδεία που θα φτιάξει «πολίτες άξιους της ελευθερίας», οι πανελλαδικές εξετάσεις του 21ού αιώνα συμβολίζουν πλέον την υπόσχεση για οικονομική ασφάλεια και κοινωνική καταξίωση.
Από τα πρώτα χρόνια του νεοελληνικού κράτους, η μόρφωση αντιμετωπίστηκε ως κλειδί για την οικοδόμηση του έθνους. Ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας Ιωάννης Καποδίστριας έθεσε ως στόχο τη διάδοση της στοιχειώδους εκπαίδευσης, βλέποντας σε αυτή την προϋπόθεση για την πολιτική ωριμότητα των πολιτών. Τα πρώτα βήματα δεν αφορούσαν την ανώτατη παιδεία, αλλά τη στοιχειώδη: αλληλοδιδακτικά σχολεία σε πόλεις και χωριά, ώστε τα παιδιά να μάθουν ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Το Πανεπιστήμιο θα έρθει λίγο αργότερα, το 1837, ως Οθώνειο Πανεπιστήμιο, και τότε για πρώτη φορά διαμορφώνεται ένα θεσμικό πλαίσιο πρόσβασης στη «μεγάλη παιδεία». Στα μέσα του 19ου αιώνα, η εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο δεν γινόταν με πανελλαδικές εξετάσεις, αλλά με εισαγωγικές δοκιμασίες που έθεταν οι ίδιες οι σχολές. Ουσιαστικά, οι υποψήφιοι έδιναν εξετάσεις μπροστά σε καθηγητές, σε γνώσεις κυρίως κλασικών γλωσσών και μαθηματικών. Το κράτος επιδίωκε να συνδέσει την ανώτατη παιδεία με την κλασική παράδοση, καθώς το Πανεπιστήμιο λειτουργούσε και ως ιδεολογικό εργαστήριο της νέας Ελλάδας.
Σταδιακά, καθώς ο αριθμός των μαθητών που ολοκλήρωναν το Γυμνάσιο αυξανόταν, οι εξετάσεις έγιναν πιο οργανωμένες. Από τα τέλη του 19ου αιώνα καθιερώθηκαν απολυτήριες εξετάσεις Γυμνασίου, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούσαν και ως εισιτήριο για την ανώτατη εκπαίδευση. Η σύνδεση Λυκείου και Πανεπιστημίου ενισχύθηκε στον Μεσοπόλεμο: για να μπει κανείς στο Πανεπιστήμιο έπρεπε να περάσει από τις απολυτήριες εξετάσεις της τελευταίας τάξης, οι οποίες είχαν πανελλαδικό χαρακτήρα με τη συμμετοχή επιτροπών καθηγητών. Κάθε πανεπιστημιακό ίδρυμα οργάνωνε τις δικές του εξετάσεις και οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν να εξεταστούν σε όποια σχολή ήθελαν. Αν κατάφερναν να περάσουν σε πάνω από μια είχαν το δικαίωμα επιλογής.
Η μεγάλη τομή ήρθε στη δεκαετία του 1960. Η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου με το Βασιλικό Διάταγμα 378/1964 εισήγαγε το σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων (τότε «Εισιτήριες Εξετάσεις»), επιχειρώντας να βάλει τάξη στο χάος των διαφορετικών δοκιμασιών. Η λογική ήταν να υπάρχει ενιαία διαδικασία, αντικειμενικότητα, και κοινά θέματα για όλους ανά επιστημονικό πεδίο. Οι πρώτες «Πανελλήνιες» οργανώθηκαν με εξετάσεις σε βασικά μαθήματα για όλους τους υποψηφίους, που βαθμολογούνταν κεντρικά. Έτσι, γεννιέται και καθιερώνεται το σύστημα που σφράγισε για δεκαετίες μέχρι σήμερα τις ζωές εκατομμυρίων μαθητών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πρώτες εξετάσεις το 1964 γίνονται με χρήση του πρώτου, πρωτόγονου, υπολογιστή στην Ελλάδα που καταλαμβάνει έκταση 200 τ.μ και τα αποτελέσματα κάνουν τρεις μήνες να βγουν …
Ωστόσο, οι μεταρρυθμίσεις δεν σταμάτησαν εκεί. Το 1980 οι εξετάσεις ονομάζονται «Πανελλήνιες», το 1983 καθιερώθηκαν οι «Γενικές Εξετάσεις» και οι «Δέσμες», με τους μαθητές να εξετάζονται πανελλαδικά σε περιορισμένο αριθμό μαθημάτων ανάλογα με τη δέσμη που επέλεγαν. Από τη δεκαετία του 1990 μέχρι σήμερα το σύστημα γνώρισε αλλεπάλληλες αλλαγές: από τις Δέσμες περάσαμε το 1997 στο Ενιαίο Λύκειο και τις κατευθύνσεις, έπειτα στο σύστημα των κατευθύνσεων με πανελλαδικά μαθήματα, αργότερα στο λύκειο «τράπεζα θεμάτων», και πρόσφατα σε μια πιο ευέλικτη μορφή, με πανελλαδικές που διατηρούνται ως ο μόνος αξιόπιστος μηχανισμός επιλογής. Κοιτώντας πίσω, βλέπει κανείς ότι η διαδρομή από τις πρόχειρες εξετάσεις του 19ου αιώνα μέχρι τη σημερινή βιομηχανία φροντιστηρίων και εξεταστικών μαραθωνίων δεν είναι απλώς παιδαγωγική ιστορία. Είναι ιστορία κοινωνική και πολιτική: κάθε μεταρρύθμιση στις πανελλήνιες αντανακλά μια αλλαγή στο κράτος, στις αντιλήψεις περί δικαιοσύνης και ισότητας, αλλά και στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Αν ο Καποδίστριας οραματιζόταν μια παιδεία που θα φτιάξει «πολίτες άξιους της ελευθερίας», οι πανελλαδικές εξετάσεις του 21ού αιώνα συμβολίζουν πλέον την υπόσχεση για οικονομική ασφάλεια και κοινωνική καταξίωση.
Κωνσταντίνος Μπορδόκας
eleftherostypos
Απλά μας ενδιαφέρει να ακούγονται όλες οι απόψεις χωρίς λογοκρισία.
Τα Μπουλούκια
Η παρούσα αρθρογραφία έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης οφείλει να διασταυρώνει τις πληροφορίες για θέματα που τον ενδιαφέρουν. Τα κείμενα βασίζονται σε υλικό από Ελληνικές και ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, οι οποίες αναφέρονται στο μέτρο του δυνατού. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.