Πότε το χρησιμοποιούμε.
Πόσες φορές έχουμε πει ή έχουμε ακούσει τη φράση «de facto»; Τι ακριβώς σημαίνει όμως; Και ποια είναι η σωστή χρήση των δύο λέξεων;
Η λατινική φράση de facto στα ελληνικά μεταφράζεται «στην πράξη» ή «πραγματικά». Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση που υπάρχει στην πραγματικότητα, ακόμα κι αν δεν είναι επίσημα αναγνωρισμένη. Από πού προέρχεται; Προέρχεται από τις λατινικές λέξεις de, που σημαίνει «από», και facto, που σημαίνει «πράξη» (από το ρήμα facere, δηλαδή «κάνω»). Έτσι, κυριολεκτικά σημαίνει «από την πράξη».
Στην καθημερινή γλώσσα, το de facto χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που συμβαίνει ή ισχύει χωρίς να έχει επίσημη έγκριση ή αναγνώριση. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να πει: «Αν και δεν είναι ο αρχηγός της ομάδας επίσημα, είναι ο de facto αρχηγός, αφού όλοι ακολουθούν τις οδηγίες του». Σε αυτό το παράδειγμα, ο συγκεκριμένος αθλητής αυτός δεν έχει τον επίσημο τίτλο του αρχηγού, αλλά στην πράξη λειτουργεί σαν αρχηγός.
Ας δούμε άλλο ένα άλλο παράδειγμα σε γεωπολιτικό επίπεδο: «Η χώρα λειτουργεί ως de facto ανεξάρτητο κράτος, παρόλο που δεν έχει αναγνωριστεί διεθνώς». Δηλαδή, μπορεί να μην έχει επίσημη ανεξαρτησία, αλλά στην πράξη λειτουργεί σαν ανεξάρτητο κράτος.
Η φράση de facto ξεχωρίζει από τη φράση de jure, που σημαίνει «κατά νόμον» ή «επίσημα». Έτσι, μπορούμε να πούμε: «Η κυβέρνηση είναι de jure υπεύθυνη, αλλά de facto την εξουσία την έχει κάποιος άλλος».
Συνεπώς και για να έχουμε πλήρη εικόνα, το de facto περιγράφει καταστάσεις που, ενώ δεν είναι νομιμοποιημένες, ισχύουν στην πραγματικότητα και επηρεάζουν την καθημερινή ζωή μας.
Η λατινική φράση de facto στα ελληνικά μεταφράζεται «στην πράξη» ή «πραγματικά». Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση που υπάρχει στην πραγματικότητα, ακόμα κι αν δεν είναι επίσημα αναγνωρισμένη. Από πού προέρχεται; Προέρχεται από τις λατινικές λέξεις de, που σημαίνει «από», και facto, που σημαίνει «πράξη» (από το ρήμα facere, δηλαδή «κάνω»). Έτσι, κυριολεκτικά σημαίνει «από την πράξη».
Στην καθημερινή γλώσσα, το de facto χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που συμβαίνει ή ισχύει χωρίς να έχει επίσημη έγκριση ή αναγνώριση. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να πει: «Αν και δεν είναι ο αρχηγός της ομάδας επίσημα, είναι ο de facto αρχηγός, αφού όλοι ακολουθούν τις οδηγίες του». Σε αυτό το παράδειγμα, ο συγκεκριμένος αθλητής αυτός δεν έχει τον επίσημο τίτλο του αρχηγού, αλλά στην πράξη λειτουργεί σαν αρχηγός.
Ας δούμε άλλο ένα άλλο παράδειγμα σε γεωπολιτικό επίπεδο: «Η χώρα λειτουργεί ως de facto ανεξάρτητο κράτος, παρόλο που δεν έχει αναγνωριστεί διεθνώς». Δηλαδή, μπορεί να μην έχει επίσημη ανεξαρτησία, αλλά στην πράξη λειτουργεί σαν ανεξάρτητο κράτος.
Η φράση de facto ξεχωρίζει από τη φράση de jure, που σημαίνει «κατά νόμον» ή «επίσημα». Έτσι, μπορούμε να πούμε: «Η κυβέρνηση είναι de jure υπεύθυνη, αλλά de facto την εξουσία την έχει κάποιος άλλος».
Συνεπώς και για να έχουμε πλήρη εικόνα, το de facto περιγράφει καταστάσεις που, ενώ δεν είναι νομιμοποιημένες, ισχύουν στην πραγματικότητα και επηρεάζουν την καθημερινή ζωή μας.
financenews
Απλά μας ενδιαφέρει να ακούγονται όλες οι απόψεις χωρίς λογοκρισία.
Τα Μπουλούκια
Η παρούσα αρθρογραφία έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης οφείλει να διασταυρώνει τις πληροφορίες για θέματα που τον ενδιαφέρουν. Τα κείμενα βασίζονται σε υλικό από Ελληνικές και ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, οι οποίες αναφέρονται στο μέτρο του δυνατού. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.