Τα χρωστώ σας λέω από καιρό, κι όμως θα ξεπληρώσω…
Αυτά τα λόγια τα χρωστώ από καιρό. Από τότε που ήμουν παιδί, από εκείνη την εφηβεία, από τις πρώτες ελεύθερες νύχτες της καινούριας πόλης, από τους έρωτες τους φρέσκους, τους άφθαρτους. Τα χρωστώ τούτα τα λόγια από την πρώτη οσμή του πεύκου, στην πρώτη δύση της πόλης.
Τα χρωστώ σε εκείνες τις στιγμές στο δώμα, στην πρώτη καλοκαιρινή θλίψη, στο ταξίδι μιας διεκδίκησης αποφασισμένης για όλα. Στα μάτια της, στα χέρια που άνοιξαν, στις λέξεις που έντυσαν στιγμές και τόπους. Σε μια τραμπάλα ανέμελη που ζύγισε τη ζωή μου, στη θάλασσα που έκατσε συνοδηγός, στο πρώτο μου ταξίδι για έναν άγνωστο Βορρά.
Τα χρωστώ σας λέω από καιρό. Στη γέφυρα του Βοσπόρου, στη στιγμή της Αμοργού, στη μυσταγωγία της Μεθώνης, στην κόκκινη άμμο των Κυθήρων και στα ορυχεία της Σερίφου. Τα χρωστώ από καιρό, σε μια ξαπλώστρα στην ακροθαλασσιά που πλημμύρισε απ’ το φεγγάρι κι από εκείνη. Στα βήματα που με έφεραν εκεί που ήθελαν αυτά. Στα κάδρα τα φωτογραφικά, τους δεσμώτες ενός ολόκληρου κόσμου σε τέσσερις γραμμές κι ένα κλικ.
Είμαι υπόλογος απέναντι σ’ αυτά τα λόγια. Τα άφησα ορφανά σας λέω από καιρό. Τις σταγόνες της θάλασσας στα ακροδάχτυλά μου, τα μπαλκόνια ενός κάποιου καλοκαιριού, τις αγκαλιές τις πρώτες τις ταχύκαρδες. Τα άφησα ορφανά από καιρό, μα τούτα είναι ακόμη εδώ. Να διεκδικούν τη δικαίωσή τους, τη λύτρωσή τους, τη λύτρωσή μου.
Στα παιδιά των δρόμων τα αφελή κι οργισμένα. Πόσο την έχουμε ανάγκη τούτη την αφέλεια, τούτη την πρωτόλεια οργή που διψά να γκρεμίσει τον κόσμο και να ρίξει θεμέλια φρέσκα, πιο δυνατά, με σκυρόδεμα από όνειρα. Στα παιδιά που φύτεψαν το τσιμέντο, σε εκείνα τα παιδιά, τους καλλιτέχνες του αστικού γκρι. Στα μαντήλια τα σκονισμένα, τις μπότες τις φθαρμένες.
Αυτά τα λόγια τα χρωστώ από καιρό. Στον ποιητή της Πορτογαλίας, στη σκηνή της πλατείας, στην υψωμένη γροθιά, στα χέρια τ’ ανοιχτά, στη διεκδίκηση που επέστρεφε ξανά και ξανά παρά τα κράνη, τις ασπίδες και τον κλοιό της ανθρωποφάγου «προόδου». Στα παιδιά τα αγκαλιασμένα μπροστά απ’ τα ερείπια του ανθρώπου. Στα παιδιά τα ερωτευμένα μπροστά στη στάχτη του πραγματικού. Του πραγματικού μα και συνάμα ξένου στην αλήθεια.
Τα χρωστώ σας λέω από καιρό. Στα μονοπάτια τ’ άγνωστα, στο τιμόνι της νύχτας που με οδήγησε. Στις μουσικές των πρωινών, του δρόμου, της μοναξιάς, της παρέας, του κρασιού, της κίτρινης καλοκαιρινής θάλασσας. Στο πρώτο κλάμα, το θαύμα, τη ζωή. Στα λόγια τα θολά μιας παιδικής ψυχής που αρνείται να φύγει για αλλού. Μια παιδικής ψυχής που βάλθηκε να μας διδάξει τη ζωή προτού μας πει αντίο. Στα βήματα τα πρώτα, τα δειλά, τα φοβισμένα, σε μια βεράντα της Αθήνας, μετά το χειρουργείο.
Αυτά τα λόγια τα χρωστώ από καιρό. Στον εαυτό που ξέχασα να θρέψω, στη μέρα που άφησα να δύσει χωρίς ποτέ να ξημερώσει, στα χέρια μου που άφησα αδειανά, στα μάτια τα κλειστά, στις αγκαλιές τις ορφανές, στους αγώνες τους μισούς. Τα χρωστώ σας λέω από καιρό, κι όμως θα ξεπληρώσω…
Τα χρωστώ σε εκείνες τις στιγμές στο δώμα, στην πρώτη καλοκαιρινή θλίψη, στο ταξίδι μιας διεκδίκησης αποφασισμένης για όλα. Στα μάτια της, στα χέρια που άνοιξαν, στις λέξεις που έντυσαν στιγμές και τόπους. Σε μια τραμπάλα ανέμελη που ζύγισε τη ζωή μου, στη θάλασσα που έκατσε συνοδηγός, στο πρώτο μου ταξίδι για έναν άγνωστο Βορρά.
Τα χρωστώ σας λέω από καιρό. Στη γέφυρα του Βοσπόρου, στη στιγμή της Αμοργού, στη μυσταγωγία της Μεθώνης, στην κόκκινη άμμο των Κυθήρων και στα ορυχεία της Σερίφου. Τα χρωστώ από καιρό, σε μια ξαπλώστρα στην ακροθαλασσιά που πλημμύρισε απ’ το φεγγάρι κι από εκείνη. Στα βήματα που με έφεραν εκεί που ήθελαν αυτά. Στα κάδρα τα φωτογραφικά, τους δεσμώτες ενός ολόκληρου κόσμου σε τέσσερις γραμμές κι ένα κλικ.
Είμαι υπόλογος απέναντι σ’ αυτά τα λόγια. Τα άφησα ορφανά σας λέω από καιρό. Τις σταγόνες της θάλασσας στα ακροδάχτυλά μου, τα μπαλκόνια ενός κάποιου καλοκαιριού, τις αγκαλιές τις πρώτες τις ταχύκαρδες. Τα άφησα ορφανά από καιρό, μα τούτα είναι ακόμη εδώ. Να διεκδικούν τη δικαίωσή τους, τη λύτρωσή τους, τη λύτρωσή μου.
Στα παιδιά των δρόμων τα αφελή κι οργισμένα. Πόσο την έχουμε ανάγκη τούτη την αφέλεια, τούτη την πρωτόλεια οργή που διψά να γκρεμίσει τον κόσμο και να ρίξει θεμέλια φρέσκα, πιο δυνατά, με σκυρόδεμα από όνειρα. Στα παιδιά που φύτεψαν το τσιμέντο, σε εκείνα τα παιδιά, τους καλλιτέχνες του αστικού γκρι. Στα μαντήλια τα σκονισμένα, τις μπότες τις φθαρμένες.
Αυτά τα λόγια τα χρωστώ από καιρό. Στον ποιητή της Πορτογαλίας, στη σκηνή της πλατείας, στην υψωμένη γροθιά, στα χέρια τ’ ανοιχτά, στη διεκδίκηση που επέστρεφε ξανά και ξανά παρά τα κράνη, τις ασπίδες και τον κλοιό της ανθρωποφάγου «προόδου». Στα παιδιά τα αγκαλιασμένα μπροστά απ’ τα ερείπια του ανθρώπου. Στα παιδιά τα ερωτευμένα μπροστά στη στάχτη του πραγματικού. Του πραγματικού μα και συνάμα ξένου στην αλήθεια.
Τα χρωστώ σας λέω από καιρό. Στα μονοπάτια τ’ άγνωστα, στο τιμόνι της νύχτας που με οδήγησε. Στις μουσικές των πρωινών, του δρόμου, της μοναξιάς, της παρέας, του κρασιού, της κίτρινης καλοκαιρινής θάλασσας. Στο πρώτο κλάμα, το θαύμα, τη ζωή. Στα λόγια τα θολά μιας παιδικής ψυχής που αρνείται να φύγει για αλλού. Μια παιδικής ψυχής που βάλθηκε να μας διδάξει τη ζωή προτού μας πει αντίο. Στα βήματα τα πρώτα, τα δειλά, τα φοβισμένα, σε μια βεράντα της Αθήνας, μετά το χειρουργείο.
Αυτά τα λόγια τα χρωστώ από καιρό. Στον εαυτό που ξέχασα να θρέψω, στη μέρα που άφησα να δύσει χωρίς ποτέ να ξημερώσει, στα χέρια μου που άφησα αδειανά, στα μάτια τα κλειστά, στις αγκαλιές τις ορφανές, στους αγώνες τους μισούς. Τα χρωστώ σας λέω από καιρό, κι όμως θα ξεπληρώσω…
Ιάσονας Κάντας
enfo
Απλά μας ενδιαφέρει να ακούγονται όλες οι απόψεις χωρίς λογοκρισία.
Τα Μπουλούκια
Η παρούσα αρθρογραφία έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης οφείλει να διασταυρώνει τις πληροφορίες για θέματα που τον ενδιαφέρουν. Τα κείμενα βασίζονται σε υλικό από Ελληνικές και ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, οι οποίες αναφέρονται στο μέτρο του δυνατού. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.