Μην με αδικείς λοιπόν.
Τον περήφανο άνθρωπο να τον φοβάσαι την ώρα που σου γυρίζει τη πλάτη και φεύγει.
Σχεδόν ποτέ δεν ξαναβλέπεις το πρόσωπό του.
Την γυναίκα πρέπει να την σέβεσαι και να την εκτιμάς.
Να της δίνεις την αξία που πρέπει να έχει.
Δεν κατάλαβες ακόμα ποια είμαι;
Δεν ένιωσες ακόμα τον σφυγμό μου;
Δεν έμαθες ακόμα τι με ενοχλεί;
Με ενοχλεί να με κοροϊδεύουν, να με θεωρούν χαζή.
Δεν θα σου πω αν είμαι, αυτό το ξέρεις.
Μην με αδικείς λοιπόν.
Νιώθω πολλά περισσότερα απ’αυτά που καταλαβαίνεις.
Απ’αυτά που καταλαβαίνουν όλοι οι άλλοι γύρω σου.
Δεν αξίζω για τίποτα λιγότερο απ’αυτό που είμαι!
Σου έδωσα πολλά, μα δεν τα θυμάσαι.
Τα ξέχασες όπως ξέχασες κι εμένα.
Η περηφάνια είναι γυναίκα μωρέ.
Δεν σέρνεται από αγκαλιά σε αγκαλιά για λίγη αγάπη.
Δεν υποκύπτει σε κάθε δύνη που την αναζητεί.
Θα μπορούσα να γεννήσω καινούρια χέρια για να αγκαλιάζω ξανά.
Όλα όσα φύγαν απ’ την ζωή μου. Αλλά δεν θέλω.
Τα πενήντα χρόνια που κουβαλώ θα διώχνουν την σκιά τους.
Δεν έμειναν δάχτυλα να τα κρατήσουν.
Κουράστηκε κι η επιμονή μου να ζωγραφίζει φεγγάρια.
Κι αν ξεριζώνω την λογική μου είναι γιατί η καρδιά μου αντέχει ακόμα.
Αντέχει να οσμίζεται την απουσία, αντέχει να απομυζεί το γαλάζιο που ξεθωριάζει πάνω σ’ένα συννεφιασμένο τοπίο.
Αντέχει να βρέχει τις αποστάσεις με αίμα, σαν μια αφαίμαξη της μνήμης.
Μην με ρωτάς λοιπόν γιατί δεν θέλω άλλα χέρια.
Ρώτα την περηφάνια μου που δέρνεται απ’τους ανέμους.
Γι’αυτό κι εγώ φεύγω και πάντα θα φεύγω από τρύπιες αγκαλιές, αυτές που δεν σε κρατάνε, που σε διώχνουν μακριά.
Γιατί τον περήφανο άνθρωπο να τον φοβάσαι..
Όταν κλείνει την, πόρτα δεν τον ξανασυναντάς ποτέ.
Σχεδόν ποτέ δεν ξαναβλέπεις το πρόσωπό του.
Την γυναίκα πρέπει να την σέβεσαι και να την εκτιμάς.
Να της δίνεις την αξία που πρέπει να έχει.
Δεν κατάλαβες ακόμα ποια είμαι;
Δεν ένιωσες ακόμα τον σφυγμό μου;
Δεν έμαθες ακόμα τι με ενοχλεί;
Με ενοχλεί να με κοροϊδεύουν, να με θεωρούν χαζή.
Δεν θα σου πω αν είμαι, αυτό το ξέρεις.
Μην με αδικείς λοιπόν.
Νιώθω πολλά περισσότερα απ’αυτά που καταλαβαίνεις.
Απ’αυτά που καταλαβαίνουν όλοι οι άλλοι γύρω σου.
Δεν αξίζω για τίποτα λιγότερο απ’αυτό που είμαι!
Σου έδωσα πολλά, μα δεν τα θυμάσαι.
Τα ξέχασες όπως ξέχασες κι εμένα.
Η περηφάνια είναι γυναίκα μωρέ.
Δεν σέρνεται από αγκαλιά σε αγκαλιά για λίγη αγάπη.
Δεν υποκύπτει σε κάθε δύνη που την αναζητεί.
Θα μπορούσα να γεννήσω καινούρια χέρια για να αγκαλιάζω ξανά.
Όλα όσα φύγαν απ’ την ζωή μου. Αλλά δεν θέλω.
Τα πενήντα χρόνια που κουβαλώ θα διώχνουν την σκιά τους.
Δεν έμειναν δάχτυλα να τα κρατήσουν.
Κουράστηκε κι η επιμονή μου να ζωγραφίζει φεγγάρια.
Κι αν ξεριζώνω την λογική μου είναι γιατί η καρδιά μου αντέχει ακόμα.
Αντέχει να οσμίζεται την απουσία, αντέχει να απομυζεί το γαλάζιο που ξεθωριάζει πάνω σ’ένα συννεφιασμένο τοπίο.
Αντέχει να βρέχει τις αποστάσεις με αίμα, σαν μια αφαίμαξη της μνήμης.
Μην με ρωτάς λοιπόν γιατί δεν θέλω άλλα χέρια.
Ρώτα την περηφάνια μου που δέρνεται απ’τους ανέμους.
Γι’αυτό κι εγώ φεύγω και πάντα θα φεύγω από τρύπιες αγκαλιές, αυτές που δεν σε κρατάνε, που σε διώχνουν μακριά.
Γιατί τον περήφανο άνθρωπο να τον φοβάσαι..
Όταν κλείνει την, πόρτα δεν τον ξανασυναντάς ποτέ.
Ηρώ Αναστασίου
loveletters
Απλά μας ενδιαφέρει να ακούγονται όλες οι απόψεις χωρίς λογοκρισία.
Τα Μπουλούκια
Η παρούσα αρθρογραφία έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης οφείλει να διασταυρώνει τις πληροφορίες για θέματα που τον ενδιαφέρουν. Τα κείμενα βασίζονται σε υλικό από Ελληνικές και ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, οι οποίες αναφέρονται στο μέτρο του δυνατού. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.