Κι αυτή την αρχή σου δεν την πατάς…
Έρχονται από το πουθενά.
Από εκείνο το πουθενά για την ακρίβεια που βρίσκονταν εδώ και καιρό.
Άνθρωποι που κάποτε υπήρξαν στη ζωή σου και κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, εξαφανίστηκαν.
Δεν έχει σημασία το είδος της σχέσης που σας έδενε. Ό,τι κι αν ήταν δε μετρά.
Αυτό που μετρά είναι η εξαφάνιση. Μετρά το ότι αυτοί οι άνθρωποι τη μια στιγμή ήταν και την άλλη έλειπαν από τη ζωή σου.
Δίχως ένα λόγο, μια προφανή αφορμή, μια αιτία. Απλά έφυγαν. Κι άντε, δε μετρούσε το πώς ένιωθες. Μια εξήγηση δεν την άξιζες;
Μάλλον όχι.
Έφυγαν, τους έψαξες, δεν τους βρήκες γιατί απλούστατα δεν ήθελαν να τους βρεις και προχώρησες παρακάτω.
Μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται λένε κι άδικο δεν έχουν. Γιατί όντως λησμονιούνται. Ιδίως όταν αυτά τα μάτια φέρθηκαν άσχημα. Ιδίως όταν δεν υπολόγισαν καθόλου τα αισθήματά σου κι έφυγαν εγωιστικά δίχως μια λέξη.
Τους ξέχασες και προχώρησες. Δεν ήταν και δύσκολο, εδώ που τα λέμε. Είναι που οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν εγωιστές από τις καταστάσεις. Τους κάνει η ζωή μερικές φορές, στην προσπάθειά της να τους μάθει να επιβιώνουν από ζόρικες καταστάσεις.
Τους ξέχασες αλλά όπως φαίνεται εκείνοι δε σε ξέχασαν.
Κι έτσι κάποια στιγμή εμφανίστηκαν ξανά. Φόρεσαν το άνετο χαμόγελό τους, βρήκαν μια αφορμή -ευκολάκι τι να λέμε- κι έσκασαν μύτη. Σα να μην είχαν φύγει ποτέ. Σα να μην είχε τρέξει ποτέ τίποτα.
Χαλαροί κι άνετοι σού εμφανίζονται. Κι εσύ;
Πόσο χαλαρότητα κι άνεση πια;
Όχι, εσύ δεν έχεις ούτε χαλαρότητα, ούτε άνεση.
Για τον απλούστατο λόγο πως δεν αντέχεις μήτε τις κοροϊδίες, μήτε τις δηθενιές.
Έφυγες μάγκα μου. Δίχως δεύτερη λέξη διάλεξες να εξαφανιστείς. Τώρα που μου έρχεσαι, τι να σε κάνω; Να σε ψήσω να σε φάω;
Όχι, αυτοί οι άνθρωποι που φεύγουν αδιαφορώντας κι ύστερα γυρίζουν σα βρεγμένα γατιά παριστάνοντας τους άνετους, δε σου χρειάζονται.
Στείλε τους με το ίδιο εισιτήριο στο πουθενά που ήταν κρυμμένοι τόσο καιρό.
Τι να τους κάνεις; Άσε τους να πουν συγνώμη αν το έχουν ανάγκη, άκου τις μπαρούφες τους αν το έχουν κι αυτό ανάγκη, άστραψέ τους κι ένα μεγάλο χαμόγελο και στείλε τους στην ευχή. Μήτε θυμό, μήτε ξεκατινιάσματα. Τι να ρωτήσεις; Γιατί έφυγαν; Τι θα σου πουν νομίζεις;
Άστο να πάει. Να τους θυμόσουν, να πω ότι αξίζει να ασχοληθείς.
Αφού όμως τους ξέχασες, άσε τους και προχώρα τη ζωή σου. Δεν υπάρχει χώρος γι’αυτούς είναι ξεκάθαρο μέσα σου.
Εσύ έχεις από καιρό τώρα αποφασίσει ότι αυτοί που αξίζουν να είναι δίπλα σου, δε θα εξαφανιστούν ποτέ στο πουθενά.
Κι αυτή την αρχή σου δεν την πατάς…
Από εκείνο το πουθενά για την ακρίβεια που βρίσκονταν εδώ και καιρό.
Άνθρωποι που κάποτε υπήρξαν στη ζωή σου και κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, εξαφανίστηκαν.
Δεν έχει σημασία το είδος της σχέσης που σας έδενε. Ό,τι κι αν ήταν δε μετρά.
Αυτό που μετρά είναι η εξαφάνιση. Μετρά το ότι αυτοί οι άνθρωποι τη μια στιγμή ήταν και την άλλη έλειπαν από τη ζωή σου.
Δίχως ένα λόγο, μια προφανή αφορμή, μια αιτία. Απλά έφυγαν. Κι άντε, δε μετρούσε το πώς ένιωθες. Μια εξήγηση δεν την άξιζες;
Μάλλον όχι.
Έφυγαν, τους έψαξες, δεν τους βρήκες γιατί απλούστατα δεν ήθελαν να τους βρεις και προχώρησες παρακάτω.
Μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται λένε κι άδικο δεν έχουν. Γιατί όντως λησμονιούνται. Ιδίως όταν αυτά τα μάτια φέρθηκαν άσχημα. Ιδίως όταν δεν υπολόγισαν καθόλου τα αισθήματά σου κι έφυγαν εγωιστικά δίχως μια λέξη.
Τους ξέχασες και προχώρησες. Δεν ήταν και δύσκολο, εδώ που τα λέμε. Είναι που οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν εγωιστές από τις καταστάσεις. Τους κάνει η ζωή μερικές φορές, στην προσπάθειά της να τους μάθει να επιβιώνουν από ζόρικες καταστάσεις.
Τους ξέχασες αλλά όπως φαίνεται εκείνοι δε σε ξέχασαν.
Κι έτσι κάποια στιγμή εμφανίστηκαν ξανά. Φόρεσαν το άνετο χαμόγελό τους, βρήκαν μια αφορμή -ευκολάκι τι να λέμε- κι έσκασαν μύτη. Σα να μην είχαν φύγει ποτέ. Σα να μην είχε τρέξει ποτέ τίποτα.
Χαλαροί κι άνετοι σού εμφανίζονται. Κι εσύ;
Πόσο χαλαρότητα κι άνεση πια;
Όχι, εσύ δεν έχεις ούτε χαλαρότητα, ούτε άνεση.
Για τον απλούστατο λόγο πως δεν αντέχεις μήτε τις κοροϊδίες, μήτε τις δηθενιές.
Έφυγες μάγκα μου. Δίχως δεύτερη λέξη διάλεξες να εξαφανιστείς. Τώρα που μου έρχεσαι, τι να σε κάνω; Να σε ψήσω να σε φάω;
Όχι, αυτοί οι άνθρωποι που φεύγουν αδιαφορώντας κι ύστερα γυρίζουν σα βρεγμένα γατιά παριστάνοντας τους άνετους, δε σου χρειάζονται.
Στείλε τους με το ίδιο εισιτήριο στο πουθενά που ήταν κρυμμένοι τόσο καιρό.
Τι να τους κάνεις; Άσε τους να πουν συγνώμη αν το έχουν ανάγκη, άκου τις μπαρούφες τους αν το έχουν κι αυτό ανάγκη, άστραψέ τους κι ένα μεγάλο χαμόγελο και στείλε τους στην ευχή. Μήτε θυμό, μήτε ξεκατινιάσματα. Τι να ρωτήσεις; Γιατί έφυγαν; Τι θα σου πουν νομίζεις;
Άστο να πάει. Να τους θυμόσουν, να πω ότι αξίζει να ασχοληθείς.
Αφού όμως τους ξέχασες, άσε τους και προχώρα τη ζωή σου. Δεν υπάρχει χώρος γι’αυτούς είναι ξεκάθαρο μέσα σου.
Εσύ έχεις από καιρό τώρα αποφασίσει ότι αυτοί που αξίζουν να είναι δίπλα σου, δε θα εξαφανιστούν ποτέ στο πουθενά.
Κι αυτή την αρχή σου δεν την πατάς…
Της Στεύης Τσούτση
diaforetiko
Απλά μας ενδιαφέρει να ακούγονται όλες οι απόψεις χωρίς λογοκρισία.
Τα Μπουλούκια
Η παρούσα αρθρογραφία έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης οφείλει να διασταυρώνει τις πληροφορίες για θέματα που τον ενδιαφέρουν. Τα κείμενα βασίζονται σε υλικό από Ελληνικές και ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, οι οποίες αναφέρονται στο μέτρο του δυνατού. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.