Ένας από τους παλαιότερους και πιο μάχιμους ταχυδρόμους της Ρόδου είναι ο κ. Ηλίας Σιδέρης
Εδώ και χρόνια, που βγήκε στη σύνταξη σταμάτησε να μοιράζει γράμματα στα χωριά της Ρόδου. «Μοιράζει» όμως, συγκινητικές αναμνήσεις, σε όλους εκείνους που τον βλέπουν, τον αναγνωρίζουν και θυμούνται!
Σε όλους εκείνους που έχουν πάρει από τα χέρια του ένα γράμμα από αγαπημένο τους πρόσωπο. Που έχουν στείλει ένα γράμμα και που με αγωνία περίμεναν απάντηση.
Στα χρόνια εκείνα που ούτε τηλέφωνα υπήρχαν καλά - καλά στα χωριά μας, ο Ηλίας ο Ταχυδρόμος (έτσι τον ήξεραν) ήταν το «Φέισμπουκ» και το «Τουίτερ» της εποχής. Ήταν το e-mail και ο πιο γρήγορος σέρβερ επικοινωνίας.
Από τις 11 Μαίου του 1954! Τότε προσελήφθη. Και ξεκίνησε με ένα δανεικό ποδήλατο, από τ Απόλλωνα, μέχρι τον ʼγιο Ισίδωρο, την Έμπωνα, την Κρητηνία, τα Σιάννα, τη Μονόλιθο και μέχρι τη Σορωνή και το Παραδείσι, όπου ήταν η δεύτερή του έδρα.
Μοίρασε τόνους γράμματα και αλληλογραφία, για περισσότερα από 35 χρόνια σε χιλιάδες παραλήπτες.
Όλοι όσοι ηλικιακά σήμερα είναι άνω των 35 ετών και ζουν ή έζησαν από το Παραδείσι μέχρι και τ Απόλλωνα, θυμούνται πολύ καλά την ιεροτελεστία με την αλληλογραφία που γίνονταν όταν μία ή δύο φορές την εβδομάδα έφθανε στα χωριά ο Ηλίας ο ταχυδρόμος.
Ένα παρατεταμένο «μπιιιιιιιπ» ακούγονταν από άκρη σε άκρη του χωριού, από το μπλε αγροτικό αυτοκίνητο με το οποίο κινούνταν. Ήταν το σύνθημα ότι ήρθε στο χωριό. Σε ελάχιστα λεπτά όλοι συγκεντρώνονταν στο καθιερωμένο σημείο:
Στο καφενείο του Σταύρου στη Σορωνή, ή στο κοινοτικό γραφείο ή την πλατεία του χωριού που βόλευε. Ο ίδιος έμπαινε με έναν τεράστιο σάκο κάθε φορά.
Και με τεράστιο σάκο έφευγε επίσης, από τα γράμματα που έπαιρνε.
Και οι δύο σάκοι είχαν το ίδιο ειδικό βάρος: Ξεχείλιζαν, από χαρές, λύπες, νέα, προσωπικά, κάρτες, φωτογραφίες, όλα από αγαπημένα πρόσωπα.
Όταν άνοιγε τον σάκο, ξερόβηχε, φορούσε τα γυαλιά του κι άρπαζε την πρώτη μάτσα με τα γράμματα, η αίθουσα από πολύβουη μετατρέπονταν σε ησυχαστήριο!
Η ανάγνωση των ονομάτων γίνονταν με τελετουργικό τρόπο. Φώναζε το όνομα και αμέσως έπρεπε να απαντήσει κάποιος. Να φωνάξει «εδώ». Δεύτερη ευκαιρία δεν είχε. Θα έπρεπε να περιμένει στο τέλος να φύγουν όλοι. Ο χρόνος, ήταν ο μοναδικός εχθρός του ταχυδρόμου αυτού.
Κι όταν το γράμμα καθυστερούσε να έρθει, ο κυρ Ηλίας, έκανε τους δικούς του υπολογισμούς κι έδινε τις δικές του επεξηγήσεις, για ποιο λόγο μπορεί να άργησε, καθησυχάζοντας πάντα με έναν μοναδικό τρόπο αυτόν που αγωνιούσε.
Ήξερε με απίστευτη ακρίβεια, έναν προς ένα τους αποστολείς των γραμμάτων αλλά και τους παραλήπτες. Ήξερε σόγια και συγγένειες. Ήταν ένα κινητό ληξιαρχείο, με εκπληκτικό σκληρό δίσκο μνήμης για την εποχή του. Το πιο εκπληκτικό; Τους θυμάται όλους ακόμα!
Στα 86 του χρόνια σήμερα, στέκει όρθιος και αγέρωχος. Τον συνάντησα με την οικογένειά του σε σούπερ μάρκετ της πόλης. Είχα πάρα πολλά χρόνια να τον δω.
-Καλησπέρα κύριε Ηλία, του είπα και του χαμογέλασα. Με γνωρίζετε;
Δυο δεύτερα χρειάστηκε μόνο για ν απαντήσει: Είσαι ο Μιχάλης είπε.
Δύο δεύτερα χρειάστηκα κι εγώ για να του καταθέσω την πρότασή μου:
- Να ετοιμαστείτε κύριε Ηλία, γιατί σε λίγες μέρες, θα «φωνάξω» εγώ το όνομά σας. Θα περάσω από το σπίτι σας, στο Παραδείσι, να μιλήσουμε για τα παλιά.
Μου χαμογέλασε και μου έσφιξε το χέρι, ανοίγοντας μου έτσι το δρόμο, για μια από τις καλύτερες συνεντεύξεις, στα 22 χρόνια που είμαι στο χώρο της δημοσιογραφίας!
Πότε ξεκινήσατε να εργάζεστε ως ταχυδρόμος;
Ξεκίνησα στις 11 Μαΐου του 1954! Ακόμα τη θυμάμαι εκείνη τη μέρα. Σπουδαία μέρα για μένα.
Δύσκολα χρόνια έτσι;
Πολύ δύσκολα. Φτάνει να σου πω ότι ξεκίνησα να εργάζομαι με ένα δανεικό ποδήλατο. Δύο ολόκληρα χρόνια. Απίστευτα δρομολόγια. Μέχρι το 1956.
Το επιλέξατε να γίνετε ταχυδρόμος;
Ναι. Στα δύσκολα εκείνα χρόνια δεν είχαμε βέβαια και πολλές επιλογές. Ήταν πολύ σπουδαίο για μένα.
Ποιο ήταν το δρομολόγιό σας;
Προσελήφθηκα εδώ στο Παραδείσι. Αυτό ήταν το κέντρο μου. Η κεντρική μου υπηρεσία. Και το δρομολόγιο, ήταν η Διμυλιά, η Ελεούσα, η Αρχίπολη, τα Πλατάνια τ Απόλλωνα. Αυτό ήταν το πρώτο μου δρομολόγιο, η πρώτη μου υπηρεσία.
Διανυκτέρευα στ Απόλλωνα και το άλλο πρωί ξεκινούσα το αντίστροφο δρομολόγιο.
Χειμώνα Καλοκαίρι αυτό το δρομολόγιο. Αν έβρισκα όμως (ειδικά το χειμώνα) λεωφορείο στο δρόμο μου τότε φόρτωνα στο πίσω μέρος του το ποδήλατό μου, στον ώμο μου τον σάκο κι έτσι με μετέφερε στο επόμενο χωριό.
Πόσες μέρες έκανε τότε ένα γράμμα να έρθει ή να φθάσει στον προορισμό του;
Δεν έκανε πολλές μέρες. Εξυπηρετούνταν μπορώ να σας πω και πιο γρήγορα. Όλα, έχω την εντύπωση λειτουργούσαν πιο συντονισμένα. Τότε δεν ήταν απρόσωπος ο ταχυδρόμος. Με ήξεραν όλοι. Και τους ήξερα όλους.
Έχετε υπολογίζει ποτέ, πόσα γράμματα και δέματα έχετε διακινήσει όλα αυτά τα χρόνια;
Δέματα δεν έπαιρνα. Έπαιρνα μόνο ειδοποιητήρια. Τα γράμματα νομίζω θα ήταν καλύτερα να τα υπολογίσω με τόνους. Κι ήταν πάρα πολλοί που πήρα κι έδωσα. Σήμερα, δεν υπάρχουν πια γράμματα. Έχει τελειώσει αυτή η επικοινωνία..
Θυμάστε ακόμα τους ανθρώπους και τις οικογένειες από τα χωριά που είχατε υπηρετήσει;
Όλους και όλα τα θυμάμαι. Κι αυτοί με θυμούνται. Στα πανηγύρια που πάω στα χωριά, εκατοντάδες είναι που με θυμούνται ακόμα. Κι εγώ το ίδιο.
Ήταν διαφορετικά εκείνα τα χρόνια. Μπορεί να είχε φτώχεια, αλλά υπήρχε μεγαλύτερη αγάπη τότε.
Πώς ήταν ο κόσμος εκείνα τα χρόνια;
Δύσκολα τα χρόνια. Τυραννισμένοι άνθρωποι κι οικογένειες. Φτώχεια σε όλα τα επίπεδα. Πρώτα πρώτα είχε πολλούς ξενιτεμένους. Θυμάμαι τα γράμματα που έρχονταν, από το Βέλγιο, από Γερμανία. Και έστελναν κι επιταγές. Και μάλιστα, για να δείτε πόσο πολύ μεγάλη ήταν η φτώχεια, ο κόσμος, οι μανάδες, όταν έστελναν γράμμα στα παιδιά τους, δεν είχαν ούτε το γραμματόσημο να αγοράσουν! Ξέρετε τι κάναμε λοιπόν ως υπηρεσία; Βάζαμε εμείς τα γραμματόσημα κι όταν έρχονταν η επιταγή ή το συνάλλαγμα από το εξωτερικό, τα αφαιρούσαμε από αυτό το ποσό! Γράφαμε βερεσέδια σε γραμματόσημα!
Δύσκολα χρόνια σου λέω Μιχάλη, πολύ δύσκολα.
Υπήρχαν διαφορές από χωριό σε χωριό;
Σε όλα τα χωριά που υπηρέτησα, είχε καλούς ανθρώπους. Υπήρχαν όμως διαφορετικές νοοτροπίες από χωριό σε χωριό. Εγώ τις γνώρισα όλες. Για παράδειγμα, στη Μονόλιθο αν κάποιος ήθελε να καταθέσει χρήματα στο ταμιευτήριο, περίμενε να τελειώσω τη δουλειά μου και μετά με φώναζε στο σπίτι για να μου τα δώσει εκεί με πλήρη μυστικότητα.
Στα Σιάννα, περίμεναν να τελειώσω τη δουλειά μου κι έρχονταν εκεί στο καφενείο οι ίδιοι και έκαναν τις καταθέσεις.
Ερχόμενος προς ʼγιο Ισίδωρο, εκεί που ήμουν στο φουλ της δουλειάς με την αλληλογραφία, εκεί πάνω μου έβαζαν τα χρήματα στο τραπέζι, μπροστά σε όλους και μετρούσαν.
Στην Έμπωνα ήταν πιο οργανωμένα τα πράγματα, ήταν το μεγαλύτερο χωριό.
Πόσο σημαντικό ήταν ένα γράμμα για τους ανθρώπους εκείνη την εποχή;
Μεγάλη υπόθεση. Πολύ σπουδαία υπόθεση. Ήταν ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας. Λύπες, χαρές, νέα, όλα μέσα από τα γράμματα αυτά πηγαινοέρχονταν.
Ποιο είναι το πιο περίεργο περιστατικό που θυμάστε από τα χρόνια εκείνα. Τι σας είχε κάνει εντύπωση;
Οι επιταγές που έρχονταν από το Βέλγιο και τη Γερμανία, ήταν σε συνάλλαγμα και τα χρήματα πολλά. Τον καιρό εκείνο, γύρω στο 1970, θυμάμαι που σε κάποια στιγμή μπορεί να μετέφερα και 3 εκατομμύρια δραχμές! Σπουδαίο ποσό για τότε. Κάναμε και τους τραπεζίτες ξέρετε. Όλα τα κανε ο ταχυδρόμος στα χωριά, ακόμα και καταθέσεις στο ταμιευτήριο. Επέστρεφα λοιπόν από τα Μαριτσά, με το μηχανάκι της υπηρεσίας και μου έκανε σήμα να σταματήσω ένας τροχονόμος. Εγώ δεν σταμάτησα. Οι εντολές που είχαμε ήταν να μη σταματάμε πουθενά. Με κυνήγησε, μέχρι την Εκκλησία της Κρεμαστής.
- Γιατί δεν σταμάτησες; Με ρώτησε.
- Κι εσύ το ίδιο θα έκανες, του είπα. Με τόσα χρήματα επάνω μου, ούτε για τον τροχονόμο δεν πατάω φρένο.
Το πιο λυπηρό γεγονός;
Θυμάμαι πολλά. Μερικά έχουν μείνει μέσα μου. Το 1956 είχα ακόμα το ποδήλατο, ήταν χειμώνας. Είχα διανυκτερεύσει στ Απόλλωνα και είχε τέτοια κακοκαιρία που έβρεχε επί μέρες ασταμάτητα. Εγώ έπρεπε όμως να έρθω στο Παραδείσι. Το λεωφορείο είχε αποκλειστεί, δεν ξεκινούσε. Ξεκίνησα εγώ με το ποδήλατο. Κόντεψε να με πάρει το βράδυ. Όταν έφθασα στη Σορωνή με χίλια βάσανα και πλησίαζα τη Θολό, εκεί κοντά στο ποτάμι δεν ξεχώριζες τίποτα, Δεν φαίνονταν ο δρόμος, ήταν όλα πλημμυρισμένα.
Δεν σταμάτησα. Σήκωσα στους ώμους μου το ποδήλατο και τον ταχυδρομικό σάκο και πέρασα το ποτάμι. Όταν έφθασα στο Παραδείσι τα πάντα ήταν επίσης πλημμυρισμένα. Τίποτα δεν φαίνονταν. Στο περίπου βρήκαμε που ήταν το ταχυδρομείο.
ʼλλη μια φορά επίσης από την Έμπωνα για τον ʼγιο Ισίδωρο, η βροχή με έριξε στο δρόμο, ήμουν τότε με μηχανάκι. Έβρεχε ασταμάτητα. Κάθισα για πολλές ώρες στην άκρη του δρόμου. Ήμουν σε απόγνωση, έκλαιγα, πρώτη φορά τέτοιο κακό. Είδα ένα φορτηγό να έρχεται προς το μέρος μου και πήρα δύναμη. Δυστυχώς, με είδε και δεν σταμάτησε..! Ακόμα το κρατάω μέσα μου μέχρι σήμερα. 60 σχεδόν χρόνια μετά.!
Ποιοι ήταν οι πιο ανυπόμονοι εκείνα τα χρόνια που περίμεναν να τους φέρετε το γράμμα τους;
Ε, οι άνθρωποι που είχαν ξενιτεμένους σίγουρα. Μέλη της οικογένειάς τους. Μανάδες, αδελφές, θείες και παιδιά.
Σήμερα, πώς επικοινωνούν άραγε οι άνθρωποι; Πώς στέλνουν γράμματα ο ένας στον άλλον; Γνωρίζετε;
Σήμερα είναι μόνο τα κινητά και τα κομπιούτερς. Τέρμα τα γράμματα. Τέρμα η γραπτή επικοινωνία.
Μόνο επιταγές, δέματα, κάποια υπηρεσιακά και λογαριασμοί. Τα γράμματα με την έννοια που τα ξέραμε έχουν τελειώσει σχεδόν ολοκληρωτικά.
Αν σήμερα, στα 86 σας χρόνια, σας δίνονταν η ευκαιρία να γράψετε εσείς ο ίδιος, ένα γράμμα και να το παραδώσετε επίσης εσείς ο ίδιος στον παραλήπτη του, τι θα γράφατε και σε ποιόν θα το δίνατε;
Δεν το έχω σκεφτεί αυτό. Στην οικογένειά μου ίσως. Αλλά και σε όλους αυτούς που με ιδιαίτερη ευκολία κόβουν μισθούς και συντάξεις. Δεν ξέρω βέβαια παίρνουν από λόγια κι αν καταλαβαίνουν από γράμματα (γελάει).
Αλλά θα τους εξιστορούσα ίσως όλα αυτά που πέρασα, 35 χρόνια στη δουλειά μου, όπως και όλοι οι άνθρωποι δηλαδή. Και θα τους ρωτούσα, αν σήμερα ως συνταξιούχοι που είμαστε, αξίζουμε μια τέτοια μεταχείριση, κάθε τρεις και λίγο να μας κόβουν τον κόπο μας..!
Σε όλους εκείνους που έχουν πάρει από τα χέρια του ένα γράμμα από αγαπημένο τους πρόσωπο. Που έχουν στείλει ένα γράμμα και που με αγωνία περίμεναν απάντηση.
Στα χρόνια εκείνα που ούτε τηλέφωνα υπήρχαν καλά - καλά στα χωριά μας, ο Ηλίας ο Ταχυδρόμος (έτσι τον ήξεραν) ήταν το «Φέισμπουκ» και το «Τουίτερ» της εποχής. Ήταν το e-mail και ο πιο γρήγορος σέρβερ επικοινωνίας.
Από τις 11 Μαίου του 1954! Τότε προσελήφθη. Και ξεκίνησε με ένα δανεικό ποδήλατο, από τ Απόλλωνα, μέχρι τον ʼγιο Ισίδωρο, την Έμπωνα, την Κρητηνία, τα Σιάννα, τη Μονόλιθο και μέχρι τη Σορωνή και το Παραδείσι, όπου ήταν η δεύτερή του έδρα.
Μοίρασε τόνους γράμματα και αλληλογραφία, για περισσότερα από 35 χρόνια σε χιλιάδες παραλήπτες.
Όλοι όσοι ηλικιακά σήμερα είναι άνω των 35 ετών και ζουν ή έζησαν από το Παραδείσι μέχρι και τ Απόλλωνα, θυμούνται πολύ καλά την ιεροτελεστία με την αλληλογραφία που γίνονταν όταν μία ή δύο φορές την εβδομάδα έφθανε στα χωριά ο Ηλίας ο ταχυδρόμος.
Ένα παρατεταμένο «μπιιιιιιιπ» ακούγονταν από άκρη σε άκρη του χωριού, από το μπλε αγροτικό αυτοκίνητο με το οποίο κινούνταν. Ήταν το σύνθημα ότι ήρθε στο χωριό. Σε ελάχιστα λεπτά όλοι συγκεντρώνονταν στο καθιερωμένο σημείο:
Στο καφενείο του Σταύρου στη Σορωνή, ή στο κοινοτικό γραφείο ή την πλατεία του χωριού που βόλευε. Ο ίδιος έμπαινε με έναν τεράστιο σάκο κάθε φορά.
Και με τεράστιο σάκο έφευγε επίσης, από τα γράμματα που έπαιρνε.
Και οι δύο σάκοι είχαν το ίδιο ειδικό βάρος: Ξεχείλιζαν, από χαρές, λύπες, νέα, προσωπικά, κάρτες, φωτογραφίες, όλα από αγαπημένα πρόσωπα.
Όταν άνοιγε τον σάκο, ξερόβηχε, φορούσε τα γυαλιά του κι άρπαζε την πρώτη μάτσα με τα γράμματα, η αίθουσα από πολύβουη μετατρέπονταν σε ησυχαστήριο!
Η ανάγνωση των ονομάτων γίνονταν με τελετουργικό τρόπο. Φώναζε το όνομα και αμέσως έπρεπε να απαντήσει κάποιος. Να φωνάξει «εδώ». Δεύτερη ευκαιρία δεν είχε. Θα έπρεπε να περιμένει στο τέλος να φύγουν όλοι. Ο χρόνος, ήταν ο μοναδικός εχθρός του ταχυδρόμου αυτού.
Κι όταν το γράμμα καθυστερούσε να έρθει, ο κυρ Ηλίας, έκανε τους δικούς του υπολογισμούς κι έδινε τις δικές του επεξηγήσεις, για ποιο λόγο μπορεί να άργησε, καθησυχάζοντας πάντα με έναν μοναδικό τρόπο αυτόν που αγωνιούσε.
Ήξερε με απίστευτη ακρίβεια, έναν προς ένα τους αποστολείς των γραμμάτων αλλά και τους παραλήπτες. Ήξερε σόγια και συγγένειες. Ήταν ένα κινητό ληξιαρχείο, με εκπληκτικό σκληρό δίσκο μνήμης για την εποχή του. Το πιο εκπληκτικό; Τους θυμάται όλους ακόμα!
Στα 86 του χρόνια σήμερα, στέκει όρθιος και αγέρωχος. Τον συνάντησα με την οικογένειά του σε σούπερ μάρκετ της πόλης. Είχα πάρα πολλά χρόνια να τον δω.
-Καλησπέρα κύριε Ηλία, του είπα και του χαμογέλασα. Με γνωρίζετε;
Δυο δεύτερα χρειάστηκε μόνο για ν απαντήσει: Είσαι ο Μιχάλης είπε.
Δύο δεύτερα χρειάστηκα κι εγώ για να του καταθέσω την πρότασή μου:
- Να ετοιμαστείτε κύριε Ηλία, γιατί σε λίγες μέρες, θα «φωνάξω» εγώ το όνομά σας. Θα περάσω από το σπίτι σας, στο Παραδείσι, να μιλήσουμε για τα παλιά.
Μου χαμογέλασε και μου έσφιξε το χέρι, ανοίγοντας μου έτσι το δρόμο, για μια από τις καλύτερες συνεντεύξεις, στα 22 χρόνια που είμαι στο χώρο της δημοσιογραφίας!
Πότε ξεκινήσατε να εργάζεστε ως ταχυδρόμος;
Ξεκίνησα στις 11 Μαΐου του 1954! Ακόμα τη θυμάμαι εκείνη τη μέρα. Σπουδαία μέρα για μένα.
Δύσκολα χρόνια έτσι;
Πολύ δύσκολα. Φτάνει να σου πω ότι ξεκίνησα να εργάζομαι με ένα δανεικό ποδήλατο. Δύο ολόκληρα χρόνια. Απίστευτα δρομολόγια. Μέχρι το 1956.
Το επιλέξατε να γίνετε ταχυδρόμος;
Ναι. Στα δύσκολα εκείνα χρόνια δεν είχαμε βέβαια και πολλές επιλογές. Ήταν πολύ σπουδαίο για μένα.
Ποιο ήταν το δρομολόγιό σας;
Προσελήφθηκα εδώ στο Παραδείσι. Αυτό ήταν το κέντρο μου. Η κεντρική μου υπηρεσία. Και το δρομολόγιο, ήταν η Διμυλιά, η Ελεούσα, η Αρχίπολη, τα Πλατάνια τ Απόλλωνα. Αυτό ήταν το πρώτο μου δρομολόγιο, η πρώτη μου υπηρεσία.
Διανυκτέρευα στ Απόλλωνα και το άλλο πρωί ξεκινούσα το αντίστροφο δρομολόγιο.
Χειμώνα Καλοκαίρι αυτό το δρομολόγιο. Αν έβρισκα όμως (ειδικά το χειμώνα) λεωφορείο στο δρόμο μου τότε φόρτωνα στο πίσω μέρος του το ποδήλατό μου, στον ώμο μου τον σάκο κι έτσι με μετέφερε στο επόμενο χωριό.
Πόσες μέρες έκανε τότε ένα γράμμα να έρθει ή να φθάσει στον προορισμό του;
Δεν έκανε πολλές μέρες. Εξυπηρετούνταν μπορώ να σας πω και πιο γρήγορα. Όλα, έχω την εντύπωση λειτουργούσαν πιο συντονισμένα. Τότε δεν ήταν απρόσωπος ο ταχυδρόμος. Με ήξεραν όλοι. Και τους ήξερα όλους.
Έχετε υπολογίζει ποτέ, πόσα γράμματα και δέματα έχετε διακινήσει όλα αυτά τα χρόνια;
Δέματα δεν έπαιρνα. Έπαιρνα μόνο ειδοποιητήρια. Τα γράμματα νομίζω θα ήταν καλύτερα να τα υπολογίσω με τόνους. Κι ήταν πάρα πολλοί που πήρα κι έδωσα. Σήμερα, δεν υπάρχουν πια γράμματα. Έχει τελειώσει αυτή η επικοινωνία..
Θυμάστε ακόμα τους ανθρώπους και τις οικογένειες από τα χωριά που είχατε υπηρετήσει;
Όλους και όλα τα θυμάμαι. Κι αυτοί με θυμούνται. Στα πανηγύρια που πάω στα χωριά, εκατοντάδες είναι που με θυμούνται ακόμα. Κι εγώ το ίδιο.
Ήταν διαφορετικά εκείνα τα χρόνια. Μπορεί να είχε φτώχεια, αλλά υπήρχε μεγαλύτερη αγάπη τότε.
Πώς ήταν ο κόσμος εκείνα τα χρόνια;
Δύσκολα τα χρόνια. Τυραννισμένοι άνθρωποι κι οικογένειες. Φτώχεια σε όλα τα επίπεδα. Πρώτα πρώτα είχε πολλούς ξενιτεμένους. Θυμάμαι τα γράμματα που έρχονταν, από το Βέλγιο, από Γερμανία. Και έστελναν κι επιταγές. Και μάλιστα, για να δείτε πόσο πολύ μεγάλη ήταν η φτώχεια, ο κόσμος, οι μανάδες, όταν έστελναν γράμμα στα παιδιά τους, δεν είχαν ούτε το γραμματόσημο να αγοράσουν! Ξέρετε τι κάναμε λοιπόν ως υπηρεσία; Βάζαμε εμείς τα γραμματόσημα κι όταν έρχονταν η επιταγή ή το συνάλλαγμα από το εξωτερικό, τα αφαιρούσαμε από αυτό το ποσό! Γράφαμε βερεσέδια σε γραμματόσημα!
Δύσκολα χρόνια σου λέω Μιχάλη, πολύ δύσκολα.
Υπήρχαν διαφορές από χωριό σε χωριό;
Σε όλα τα χωριά που υπηρέτησα, είχε καλούς ανθρώπους. Υπήρχαν όμως διαφορετικές νοοτροπίες από χωριό σε χωριό. Εγώ τις γνώρισα όλες. Για παράδειγμα, στη Μονόλιθο αν κάποιος ήθελε να καταθέσει χρήματα στο ταμιευτήριο, περίμενε να τελειώσω τη δουλειά μου και μετά με φώναζε στο σπίτι για να μου τα δώσει εκεί με πλήρη μυστικότητα.
Στα Σιάννα, περίμεναν να τελειώσω τη δουλειά μου κι έρχονταν εκεί στο καφενείο οι ίδιοι και έκαναν τις καταθέσεις.
Ερχόμενος προς ʼγιο Ισίδωρο, εκεί που ήμουν στο φουλ της δουλειάς με την αλληλογραφία, εκεί πάνω μου έβαζαν τα χρήματα στο τραπέζι, μπροστά σε όλους και μετρούσαν.
Στην Έμπωνα ήταν πιο οργανωμένα τα πράγματα, ήταν το μεγαλύτερο χωριό.
Πόσο σημαντικό ήταν ένα γράμμα για τους ανθρώπους εκείνη την εποχή;
Μεγάλη υπόθεση. Πολύ σπουδαία υπόθεση. Ήταν ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας. Λύπες, χαρές, νέα, όλα μέσα από τα γράμματα αυτά πηγαινοέρχονταν.
Ποιο είναι το πιο περίεργο περιστατικό που θυμάστε από τα χρόνια εκείνα. Τι σας είχε κάνει εντύπωση;
Οι επιταγές που έρχονταν από το Βέλγιο και τη Γερμανία, ήταν σε συνάλλαγμα και τα χρήματα πολλά. Τον καιρό εκείνο, γύρω στο 1970, θυμάμαι που σε κάποια στιγμή μπορεί να μετέφερα και 3 εκατομμύρια δραχμές! Σπουδαίο ποσό για τότε. Κάναμε και τους τραπεζίτες ξέρετε. Όλα τα κανε ο ταχυδρόμος στα χωριά, ακόμα και καταθέσεις στο ταμιευτήριο. Επέστρεφα λοιπόν από τα Μαριτσά, με το μηχανάκι της υπηρεσίας και μου έκανε σήμα να σταματήσω ένας τροχονόμος. Εγώ δεν σταμάτησα. Οι εντολές που είχαμε ήταν να μη σταματάμε πουθενά. Με κυνήγησε, μέχρι την Εκκλησία της Κρεμαστής.
- Γιατί δεν σταμάτησες; Με ρώτησε.
- Κι εσύ το ίδιο θα έκανες, του είπα. Με τόσα χρήματα επάνω μου, ούτε για τον τροχονόμο δεν πατάω φρένο.
Το πιο λυπηρό γεγονός;
Θυμάμαι πολλά. Μερικά έχουν μείνει μέσα μου. Το 1956 είχα ακόμα το ποδήλατο, ήταν χειμώνας. Είχα διανυκτερεύσει στ Απόλλωνα και είχε τέτοια κακοκαιρία που έβρεχε επί μέρες ασταμάτητα. Εγώ έπρεπε όμως να έρθω στο Παραδείσι. Το λεωφορείο είχε αποκλειστεί, δεν ξεκινούσε. Ξεκίνησα εγώ με το ποδήλατο. Κόντεψε να με πάρει το βράδυ. Όταν έφθασα στη Σορωνή με χίλια βάσανα και πλησίαζα τη Θολό, εκεί κοντά στο ποτάμι δεν ξεχώριζες τίποτα, Δεν φαίνονταν ο δρόμος, ήταν όλα πλημμυρισμένα.
Δεν σταμάτησα. Σήκωσα στους ώμους μου το ποδήλατο και τον ταχυδρομικό σάκο και πέρασα το ποτάμι. Όταν έφθασα στο Παραδείσι τα πάντα ήταν επίσης πλημμυρισμένα. Τίποτα δεν φαίνονταν. Στο περίπου βρήκαμε που ήταν το ταχυδρομείο.
ʼλλη μια φορά επίσης από την Έμπωνα για τον ʼγιο Ισίδωρο, η βροχή με έριξε στο δρόμο, ήμουν τότε με μηχανάκι. Έβρεχε ασταμάτητα. Κάθισα για πολλές ώρες στην άκρη του δρόμου. Ήμουν σε απόγνωση, έκλαιγα, πρώτη φορά τέτοιο κακό. Είδα ένα φορτηγό να έρχεται προς το μέρος μου και πήρα δύναμη. Δυστυχώς, με είδε και δεν σταμάτησε..! Ακόμα το κρατάω μέσα μου μέχρι σήμερα. 60 σχεδόν χρόνια μετά.!
Ποιοι ήταν οι πιο ανυπόμονοι εκείνα τα χρόνια που περίμεναν να τους φέρετε το γράμμα τους;
Ε, οι άνθρωποι που είχαν ξενιτεμένους σίγουρα. Μέλη της οικογένειάς τους. Μανάδες, αδελφές, θείες και παιδιά.
Σήμερα, πώς επικοινωνούν άραγε οι άνθρωποι; Πώς στέλνουν γράμματα ο ένας στον άλλον; Γνωρίζετε;
Σήμερα είναι μόνο τα κινητά και τα κομπιούτερς. Τέρμα τα γράμματα. Τέρμα η γραπτή επικοινωνία.
Μόνο επιταγές, δέματα, κάποια υπηρεσιακά και λογαριασμοί. Τα γράμματα με την έννοια που τα ξέραμε έχουν τελειώσει σχεδόν ολοκληρωτικά.
Αν σήμερα, στα 86 σας χρόνια, σας δίνονταν η ευκαιρία να γράψετε εσείς ο ίδιος, ένα γράμμα και να το παραδώσετε επίσης εσείς ο ίδιος στον παραλήπτη του, τι θα γράφατε και σε ποιόν θα το δίνατε;
Δεν το έχω σκεφτεί αυτό. Στην οικογένειά μου ίσως. Αλλά και σε όλους αυτούς που με ιδιαίτερη ευκολία κόβουν μισθούς και συντάξεις. Δεν ξέρω βέβαια παίρνουν από λόγια κι αν καταλαβαίνουν από γράμματα (γελάει).
Αλλά θα τους εξιστορούσα ίσως όλα αυτά που πέρασα, 35 χρόνια στη δουλειά μου, όπως και όλοι οι άνθρωποι δηλαδή. Και θα τους ρωτούσα, αν σήμερα ως συνταξιούχοι που είμαστε, αξίζουμε μια τέτοια μεταχείριση, κάθε τρεις και λίγο να μας κόβουν τον κόπο μας..!
Γράφει : Μιχάλης Μαστής
rodiaki
Απλά μας ενδιαφέρει να ακούγονται όλες οι απόψεις χωρίς λογοκρισία.
Τα Μπουλούκια
Η παρούσα αρθρογραφία έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης οφείλει να διασταυρώνει τις πληροφορίες για θέματα που τον ενδιαφέρουν. Τα κείμενα βασίζονται σε υλικό από Ελληνικές και ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, οι οποίες αναφέρονται στο μέτρο του δυνατού. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.