Κρατάει το δικό της άβατο στις λογικές του κόσμου
Η τέχνη συναντά τον ήρωα. Η απενοχοποίηση της αδυναμίας βαράει απάνω στο δυνατό σφυγμό και κάπου εκεί ανακαλύπτεις πως πάνω στο τραύμα σμιλεύεις το θαύμα της ζωής.
Μια φωνή που λυγίζει το ατσάλι του μυαλού και ημερεύει τη φουρτούνα της καρδιάς, σαρώνει όλα τα απαγορευτικά και πέφτει με ταχύτητα πάνω στην αλήθεια.
Πάνε 35 περίπου χρόνια από τότε που η Τάνια Τσανακλίδου μοιράζεται το προσωπικό της ξέσπασμα στη σκηνή μαζί με το κοινό. Είναι ξεσηκωτική στην τρελή ένταση της στιγμής μα και ατμοσφαιρική, όταν πισωγυρίζει τους λεπτοδείκτες από το παλιό ρολόι περνοδιαβαίνοντας σε γνώριμα λημέρια. Αγαπά το χειμώνα.
Κι όμως, εκείνη θυμίζει ανθισμένη αμυγδαλιά. Κρατάει το δικό της άβατο στις λογικές του κόσμου και το αφήνει ορθάνοιχτο σε εκείνη την άγρια, σχεδόν πρωτόγονη και ταυτόχρονα ευλογημένη χαρά της μουσικής.
Με τσαγανό και θάρρος για ζωή
Η Σουλτάνα Τσανακλίδου γεννήθηκε στις 9 Απριλίου 1952 στη Δράμα. Μεγαλώνει στη Θεσσαλονίκη σε μια οικογένεια με 5 ακόμα αδέρφια. Η μάνα της λατρεύει τον Αττίκ ενώ ο πατέρας της μαγεύεται από τις οπερέτες. Οι πολλές και διαφορετικές εικόνες της παιδικής της ηλικίας πυκνώνονται όλες σε μια κουβαρίστρα τόση δα. Είναι κλωστή γερή, αδύνατον να κοπεί. Σαν ξετυλίγεται, φτάνει ως την πιο μεγάλη της κραυγή και ως τη πιο βαθιά της σιωπή.
Κάτι πανηγύρια γεμάτα μουσικές στη Ξάνθη ριζώνουν μέσα της και όταν αργότερα βρίσκεται στο Λύκειο Ελληνίδων, πετάνε άνθη. Τα βήματα την πάνε σε εκείνους τους λεβέντικους χορούς. Το καντήλι στο σπίτι της γιαγιάς είναι πάντα αναμμένο. Η μυρωδιά από το λαδάκι που καίει ξορκίζει το κακό που παραφυλάει. Τα ηλιοβασιλέματα στην Πάνω Πόλη φέρνουν τα πρώτα ερωτικά φτερουγίσματα. Ένα λεπτό και μικροκαμωμένο κοριτσάκι κρύβει τα παππούτσια του πίσω από μια πέτρα και γυρίζει όλη την πόλη ξυπόλυτη.
Είναι αντράκι και δεν γνωρίζει την ύπαρξη του φόβου. Με τόλμη διεκδικεί τις ευκαιρίες της ζωής. Και τότε, βλέπει την αφίσα. Είναι μόλις 8 ετών και ένα τεράστιο κομμάτι χαρτί της δείχνει το δρόμο. Προχωρά. Φτάνει στην πόρτα του θεάτρου της Μαίρης Ζωίδου και της ζητά να παίξει στην παράσταση της αφίσας.
Βάφει την παιδική της ηλικία με ένα γλυκό κόκκινο χρώμα, πηγαίνοντας στα πάρτυ μαζί με τον καλό της φίλο Κώστα Θωμαϊδη και τραγουδώντας με παράταιρα βαθύ μα συνάμα τόσο χαριτωμένο τρόπο, «Ηθοποιός σημαίνει φως». Η φανερή και μεγάλη της εξωστρέφεια κουβαριάζονται σ’ αυτό το ατέλειωτο παιχνίδι πάνω στη θεατρική σκηνή που κρατά 10 χρόνια κρύβοντας, όμως με μεγάλη μαεστρία τη βαθιά της λύπη. Μια εσωτερική και ανεξήγητη οδύνη την γυροφέρνει και τη βιώνει απολύτως μόνη. Την φέρνει τούμπα μετατρέποντάς την σε ξέσπασμα.
Εκείνος ο ακροβάτης που ερωτεύεται στα 11 της χρόνια τραβά το νήμα της καρδιάς της και την συστήνει στη μαγεία. Ίδια μαγεία μ’ αυτήν που βρήκε στα βιβλία. Κάθε μέρα κάνει την ίδια διαδρομή μέχρι να φτάσει στη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Πάντα ένα πακέτο τσιγάρα μισοφαίνεται από την τσέπη της. Πάντα μια λαχτάρα ξεχειλίζει από τη ματιά της. Έχει αγωνία για την επόμενη ιστορία που θα εξάψει τη φαντασία της και θα γαργαλήσει το συναίσθημά της.
Έρωτες και αγάπες και εκείνο το μυστήριο για το νόημα της ζωής μπλέκονται με τα σεκλέτια της εφηβικής της ψυχής. Η κρυφή και παράνομη απόλαυση του τσιγάρου την προκαλεί και εκείνη δεν αντιστέκεται. Ως και τα 16 της χρόνια σχεδόν καταπίνει τις λέξεις που χοροπηδούν στα βιβλία. Διαβάζει δύσκολα πράγματα και γεμίζει με μπόλικα πυρομαχικά τις αποθήκες του μυαλού της. Θα της χρειαζόντουσαν, λίγο αργότερα, όταν τα αληθινά τανκς της χούντας του ’67 θα χαλούσαν άγαρμπα και ατσούμπαλα την εικόνα της πόλης.
Μέσα σε φορτισμένο κλίμα και με φόντο τη σχολική αυλή και τα σαστισμένα βλέμματα όλων, απαγγέλει τον εθνικό ύμνο φανερά αναστατωμένη και θυμωμένη. Το κοστούμι από τη νεράιδα της νύχτας που της έραβε κάποτε η μάνα της μερόνυχτα ολόκληρα, άλλαξε μορφή. Θύμιζε πια ήρωα από την επανάσταση του ’21. Δίχως μουστάκια και φουστανέλλα, μα με καρδιά.
Η μύησή της στα μυστικά της τέχνης
Είναι ένα απολύτως ανήσυχο πλάσμα που αναζητά διαρκώς διέξοδο σε κάτι, προκειμένου να εξωτερικεύσει την ενέργειά της. Η ένταση των Rolling Stones έρχεται να ισορροπήσει με την ησυχία και την τρυφερότητα του Νέου Κύματος. Η Αρλέτα είναι το πρότυπό της. Τα βράδια της περνούν σε κάτι γωνιές με καλές μουσικές και ατέλειωτες κουβέντες. Το τέλος της σχολικής ζωής τη βρίσκει να σπουδάζει φιλολογία ενώ ταυτόχρονα έχει πια μπει στη δραματική σχολή.
Γνωρίζει σημαντικούς ανθρώπους, όπως ο Μανώλης Ανδρόνικος (σπουδαίος αρχαιολόγος και καθηγητής) και ο Κάρολος Κουν. Δεν σχεδιάζει τίποτα, γιατί η μοίρα της έχει πάντα περισσότερη φαντασία. Τα χρήματα που κερδίζει από ένα λαχείο τη φέρνουν στην Αθήνα. Η γνωριμία με το Γιάννη Μαρκόπουλο στην ιστορική Λήδρα της χαρίζει τη πρώτη σπουδαία της συνεργασία με το δίσκο «Θητεία». Μπαίνει κατευθείαν στα βαθιά αναλαμβάνοντας να ερμηνεύσει κομμάτια εξόχως δύσκολα.
Ραγισμένος ο καθρέφτης της ζωής της, μα εκείνη η βραδιά της εξέγερσης στέκεται ολόκληρη και αγέρωχη μπροστά της. Μια σπίθα, λίγο πριν τη φωτιά και τα μαλαματένια λόγια κάνουν τα μάτια όλων υγρά. Μέχρι που συμβαίνει το αναμενόμενο. Άνθρωποι τρέχουν πανικόβλητοι, φωνές, τραυματίες παλεύουν να σώσουν και να σωθούν και εκείνη μπροστάρης στην καρδιά των γεγονότων διεκδικεί την ελευθερία. Και δεν αργεί να έρθει.
Τα μαύρα και σκοτεινά πρόσωπα των πραξικοπηματιών έχουν πια απομακρυνθεί και η νεότερη ιστορία μπαίνει σε νέο κύκλο. Στον κύκλο αυτό μπαίνει κι εκείνη χαράσσοντας σιγά σιγά μια υπέροχη διαδρομή. Η έλλειψη επαφής με το λαϊκό τραγούδι έρχεται να αντικαταστηθεί από τη ζεστή ματιά του Βασίλη Τσιτσάνη και την μαγκιά της Σωτηρίας Μπέλλου που γεμίζουν το κενό πολλών χρόνων. Το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι μπουκάρουν ξαφνικά στη ζωή της, εμπλουτίζοντας το μουσικό της χάρτη.
Το 1978 παραπαίει ανάμεσα στη συμμετοχή της στην Eurovision με τον «Τσάρλυ Τσάπλιν» και στην εμφανισή της στις Κάννες με το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά».
Τάνια Τσανακλίδου, μια ατόφια ερμηνεύτρια Απολαμβάνοντας όλη τη διαδρομή
Η αγάπη της μοιράζεται ανάμεσα στο θέατρο και τη μουσική, μα επιλέγει πάντοτε με κριτήριο το ένστικτό της. Δεν αναλώνεται ποτέ σε κάτι που δεν την εκφράζει και αγνοεί πλήρως την έννοια της αρπαχτής. Η ψυχή της είναι σε πρώτο πλάνο και δεν επιδίδεται σε φτηνούς πλειστηριασμούς αυτής, με σκοπό το οικονομικό όφελος. Μέχρι και σήμερα η φωνή της πατάει στις μελωδίες σπουδαίων συνθετών, όπως οι Γιάννης Σπανός, Γιώργος Χατζηνάσιος, Σταμάτης Κραουνάκης, Μιχάλης Δέλτα και αρκετοί ακόμα. Τα λόγια της καρδιάς τους της εμπιστεύονται στιχουργοί, όπως οι Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μάνος Ελευθερίου, Λίνα Νικολακοπούλου και άλλοι.
Έχει εκδόσει γύρω στους 23 προσωπικούς δίσκους. Οι συνεργασίες της επί σκηνής περιλαμβάνουν εξαιρετικούς ερμηνευτές, όπως οι Νίκος Ξυλούρης, Βίκυ Μοσχολιού, Δήμητρα Γαλάνη, Δημήτρης Μητροπάνος και πολλοί ακόμα. Έχει συμμετάσχει σε αρκετές θεατρικές παραστάσεις με την ενσάρκωση του ρόλου της Εντίθ Πιάφ να ξεχωρίζει ιδιαίτερα, ενώ έχει φλερτάρει και με τη μικρή οθόνη μετρώντας συνολικά τέσσερις εμφανίσεις σε τηλεοπτικές σειρές.
Κάθε της ερμηνεία κλείνει μέσα της την θεατρική της πλευρά που της επιτρέπει να εκφράζει έντονο συναίσθημα. Κάνει απολύτως δικιά της την ιστορία κάθε τραγουδιού. Είναι τόσο μεταδοτική που ξέρει πώς να φωτίζει τις λέξεις με το χρώμα και τον τόνο της φωνής της, καθώς και με τις εκφράσεις του προσώπου της. Εκρηκτική και με φλογερό ταμπεραμέντο μας μιλάει για την ιστορία αυτής της γυναίκας.
Είναι η Σουλτάνα η Φωφώ που προτιμά πάντα τη σκούρα ζελατίνα. Της αρέσουνε τα όμορφα φουστάνια που έχουνε στο πλάι τη ραφή μα σαν γεννήθηκε σχολάσανε οι μοίρες. Σεργιάνιζε στους δρόμους του Βερολίνου μαζί με εκείνον και του τραγουδούσε «Αν μ’αγαπάς με λόγια μόνο της καρδιάς θα μιλάς, θα με κρατάς και σε λιμάνια γιορτινά θα με πας..». Φεγγαράδα είχε. Εκείνος της χαμογέλασε, έσκυψε και τη φίλησε.
Έτσι, μαγεμένοι και οι δυο από το φιλί σήκωσαν το βλέμμα τους και αντίκρυσαν κάτι παιδιά να ζωγραφίζουν στους τοίχους. Αυτή η νύχτα μένει, αιώνες παγωμένη. Τώρα με τα μάτια στηλωμένα στο άδειο της πακέτο, κάνει το τελευταίο της τσιγάρο. Τούτη η ιστορία είναι η αμαρτία της, το λάθος της το μεγάλο. Είναι μια αγάπη που έγινε δίκοπο μαχαίρι. Και να που το δικαίωμα στο όνειρο τελειώνει και η μοναξιά τώρα την τυλίγει. Βήμα- βήμα νιώθει πώς θα γυρίσει σαν το κύμα να τη νανουρίσει.
Καμιά φορά πράγματι γυρίζει. Μα κάθε φορα που έρχεται, βρέχει. Τώρα πια, νιώθει ένας φτωχός, κουρασμένος ανθρωπάκος. Το μόνο που θέλει είναι να ζήσει ελεύθερη, δίχως ταυτότητα πια. Προσπαθεί να θυμηθεί το πρόσωπό του και κάπου εκει αποκοιμιέται. Θέλει να ξημερώσει για εκείνη μια αλλιώτικη μέρα με μια ηλιαχτίδα ζεστή να φτάνει στο πρόσωπό της.
Συνεπής στα όνειρά της
Κύκλοι άλλοτε μεγάλοι κι άλλοτε μικροί κλείνουν και ανοίγουν στη ζωή της. Μα ξέρει πώς να καταλαγιάσει το θυμό της. Κουκουλώνεται ως το λαιμό μ’αυτό το αχ και το αμάν της μουσικής. Και τότε η «μαινάδα» που παγώνει τον κόσμο σαν τον κοιτάζει για το κακό που τη βρήκε ξάφνου, ημερεύει. Τσαλακώνεται χωρίς φόβο και όπως στραπατσάρει την αμηχανία της, γίνεται τρυφερή. Ησυχάζει και ξέρει πια πως η ανεμοθύελλα κόπασε και η οργή της έγινε σοφία.
Σαν ανεβαίνει στη σκηνή κι αρπάζει το μικρόφωνο δεν υπάρχει καμιά κρυψώνα. Μες στο σκοτάδι, όλα βγαίνουν στο φως. Τραγουδά και συγκινείται. «Το παπάκι» του Νικόλα Άσιμου είναι η στιγμή της. Τα μάτια της τρέχουν. Οι καρδιές του κόσμου μοιάζουν με τριαντάφυλλα ανοιχτά. Είναι η δική της εξομολόγηση.
Είναι αυθεντική εκατό τοις εκατό. Οι ζωντανές ηχογραφήσεις της δεν υφίστανται καμία απολύτως επεξεργασία στο στούντιο. Είναι καθαρές με όλα τα αυθόρμητα και μοναδικά στιγμιότυπα μιας ζωντανής παρουσίας. Λάθη, γέλια, λόγια, μπερδέματα και εξομολογήσεις μιας βραδιάς που δεν θα μοιάζει ποτέ με καμιά. Κάθε της εμφάνιση είναι μοναδική. Γιατί ποτέ εκείνη δεν είναι ίδια. Ο χρόνος περνά και εκείνη είναι εκεί κάθε στιγμή.
Η ματαιοδοξία περνά ξυστά από τη νεανική της φλόγα και όταν την παίρνει χαμπάρι, της ρίχνει μια σπρωξιά να πέσει κάτω. Ζει έρωτες και περιπέτειες γλυκόπικρες που όμως κάνουν τη ματιά της χορτασμένη. Φτάνει στην άκρη του γκρεμού, μα πάντα εκείνο το μαγικό της πείσμα για ζωή την τραβά προς τα πίσω.
Γεμάτη αναμνήσεις κουνά το μαντήλι στα περασμένα και λέει φωναχτά την ηλικία της. Η φθορά της είναι εκεί και εκείνη την παίρνει αγκαζέ και βγάζουν φωτογραφία. Δεν επιτρέπει καμία παρέμβαση κόντρα στο μύθο της θεάς. Είναι κοινή θνητή με μια υπέροχη φωνή μα με ρυτίδες. Δεν κρύβει τίποτα. Κάθε της ρυτίδα φανερώνει μια υπέροχη στιγμή της.
Δεν κάνει οικογένεια, γιατί όπως έχει πει: «Ήρθα στη ζωή, για να την ανακαλύψω.». Κι αυτό ακριβώς κάνει. Ήταν και παραμένει ακόμα ελεύθερο και ανυπότακτο πνεύμα που δεν δέχεται ανούσιους φραγμούς. Όμως, είναι πολύ αυστηρή με τον εαυτό της, μιλώντας ανοιχτά για τις αδυναμίες της. Η μάνα της φεύγει νωρίς. Ένα κασσετοφωνάκι παίζει «Γερνάω, μαμά». Ένα μπουκάλι ουίσκι πάνω από τον τάφο της και παρέα με την αδερφή της βιώνουν την απώλεια.
Τώρα πια κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη και βλέπει τη μάνα της. Πόσο της μοιάζει. Κόντρες περασμένες τώρα γίνανε ατέλειωτη σιωπή. Το 2011 η ευαισθησία της γίνεται δύναμη. Μια πρωτοβουλία όλη δική της τη βγάζει στους δρόμους μαζί με τους μουσικούς της. Γωνιές της Αθήνας γεμίζουν από τα χρώματα και τ’ αρώματα μιας ελεύθερης ψυχής. Γιατί αυτό είναι η Τάνια. Τόσο ελεύθερη ψυχή που όσα χρόνια κι αν περάσουν, πάντα θα μας αφοπλίζει.
flowmagazine
Απλά μας ενδιαφέρει να ακούγονται όλες οι απόψεις χωρίς λογοκρισία.
Τα Μπουλούκια
Η παρούσα αρθρογραφία έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης οφείλει να διασταυρώνει τις πληροφορίες για θέματα που τον ενδιαφέρουν. Τα κείμενα βασίζονται σε υλικό από Ελληνικές και ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, οι οποίες αναφέρονται στο μέτρο του δυνατού. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.